
Υπάρχει κάτι το αθεράπευτα γοητευτικό στην βιτρίνα ενός μοντέρνου φούρνου. Τα φρεσκοψημένα γλυκά με τις κρέμες να ξεχειλίζουν, ο κόσμος να μπαινοβγαίνει κρατώντας λαχταριστά ψωμιά, το προσωπικό με τις χαριτωμένες ποδιές να σερβίρει ινσταγκραμικές λιχουδιές.
Το μαγικό σκηνικό συχνά αλλάζει με τη δύση του ήλιου και ο φούρνος αντί να κλείσει μετατρέπεται σε μπιστρό, ψήνοντας πίτσες και προσφέροντας spritz σε ευδιάθετους Αθηναίους που δε θέλουν να γυρίσουν σπίτι τους.
Τα microbakeries/ φούρνοι νέας γενιάς αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες τάσεις στην food σκηνή της πόλης μας, γεγονός που αν μη τι άλλο σημαίνει πως αγαπιούνται από τους κατοίκους της. Παρόλα αυτά, κάποιος ίσως αναρωτηθεί πότε το trend συναντάει τα όριά του, μετατρέπεται σε υπερβολή και τι σημαίνει αυτό για την ‘οικονομία’ του αθηναϊκού γευστικού οικοσυστήματος.
Οι φούρνοι νέας γενιάς δεν εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της καραντίνας του Covid, όμως σίγουρα εκεί ήταν η πρώτη τους μεγάλη άνθιση, με την ανάγκη του κόσμου για ξεχωριστές εμπειρίες φαγητού που μπορείς να απολαύσεις στο σπίτι και στη βόλτα σου.
Η υψηλή ποιότητα των προϊόντων σε συνδυασμό με τη μεγάλη ποικιλία και την όμορφη εμφάνιση τους τα διαφοροποίησαν γρήγορα από τους παραδοσιακούς φούρνους και έτσι σταδιακά κάθε περιοχή απέκτησε το δικό της artisanal bakery, με μεγάλο πρωταγωνιστή το προζύμι και συμπρωταγωνιστή τα TikTok food trends.
Πλέον, αν θέλεις να αγοράσεις ένα μπισκότο, οι επιλογές σου είναι πάρα πολλές: θα το βρεις σε κάποιον φούρνο πολυτελείας, σε μαγαζί που πουλάει αποκλειστικά μπισκότα, σε pop up stores και σε βραδιές ‘συνεργασίας’ μεταξύ φούρνων που θα σου το προσφέρουν σε συνδυασμό με παγωτό ή κάποιο signature cocktail.
Θα το απολαύσεις με γέμιση Dubai chocolate, θα το δεις να πρωταγωνιστεί σε κάποιο viral video, θα επιστρέψεις για να το φας ξανά και θα έχει γίνει sold out. Και ίσως στην αρχή να παρασυρθείς τόσο πολύ από το fun κομμάτι της αγοράς, που να μην προσέξεις την τιμή ενός τέτοιου (μετρίου μεγέθους) μπισκότου.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, κανένας δεν ισχυρίζεται ότι τα μέρη αυτά δε σερβίρουν ποιοτικά προϊόντα ή ότι δε δημιουργούνται από νέα άτομα με μεράκι και όνειρα. Όμως η ανεξέλεγκτη διαιώνιση τους δε σημαίνει μόνο την άνοδο στην ακρίβεια της καθημερινότητας αλλά και την περιορισμένη πρόσβαση σε φαγητό που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ‘δικό μας’.
Είναι δηλαδή μία μικρή τραγωδία να ανοίγει ‘microbakery’ στα Εξάρχεια ή την Κυψέλη και να πουλάει τις -κατ' αντιστοιχία- παραδοσιακές πίτες της γιαγιάς σε τιμές που δεν ανταποκρίνονται καθόλου στην ελληνική πραγματικότητα. Ανησυχητικό επίσης το ότι στις ίδιες περιοχές θα δυσκολευτείς πλέον να βρεις ένα καρβέλι ψωμί με κάτω από 5 ευρώ ή μία απλή τυρόπιτα κάτω από 3. Καταλήγουμε έτσι να θεωρούμε φαγητά που κάποτε καταναλώναμε καθημερινά ως ‘πολυτέλεια’ που δεν ταιριάζει με το lifestyle μας και τελικά να τα απορρίπτουμε μετά την πρώτες δοκιμές (αναμενόμενο).
Τα νούμερα εξάλλου μιλάνε από μόνα τους: Τόσο η Αθήνα όσο και η Θεσσαλονίκη είναι ανάμεσα στις πιο δυσπρόσιτες πόλεις για φαγητό έξω, με τιμές πιο κοντά σε μέρη της Ανατολικής Ευρώπης ή της Ασίας παρά σε αντίστοιχες της Δυτικής Ευρώπης.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς πόσα microbakeries (ή μπεργκεράδικα ή παγωτατζίδικα) στην Αθήνα είναι αρκετά και τι ακριβώς θα τους συμβεί όταν η μόδα περάσει και ο κόσμος πάψει να ενδιαφέρεται με το ίδιο πάθος για τα κρουασάν με γέμιση φιστίκι ή τα cinnamon rolls. Θα χαμηλώσουν τις τιμές τους, θα βρούνε τρόπο να εξελιχθούν και να επιβιώσουν ή θα συναντήσουν παρόμοια μοίρα με τα frozen yogurt spots των 00s;
Πόσα από αυτά μπορούμε όντως να υποστηρίξουμε οικονομικά ως πόλη με τόσο χαμηλούς μισθούς; Ή μήπως δεν απευθύνονται καν σε εμάς αλλά στους επισκέπτες μας, που έχουν μεγαλύτερη διάθεση (και πορτοφόλια) για να δώσουν σε μέρη όπως αυτά;