
Πριν από μερικές δεκαετίες ήταν τα ψαγμένα ταβερνάκια στα μικρονήσια του Αιγαίου και του Ιονίου όπου σύχναζαν οι σκαφάτοι και αποτελούσαν λόγο από μόνα τους για να βάλει στο πρόγραμμά του νησιά όπως το Μαράθι ή τη Σχοινούσα και κάποιος πέρα από το πιστό κοινό της τότε άγονης γραμμής. Τα τελευταία χρόνια, όμως, και όσο οι προορισμοί "εκτός χάρτη" λιγοστεύουν, μια νέα γενιά εστιατορίων ξεπροβάλλει ολοένα πιο δυναμικά σε μη αναμενόμενους προορισμούς, κερδίζοντας την προσοχή μας, συχνά μάλιστα και γαστρονομικά βραβεία. Και το σημαντικότερο, δημιουργώντας μια νέα ταξιδιωτική κουλτούρα που κάνει όλο και περισσότερους να αναζητούν προορισμούς πέρα από τους πολύ δημοφιλείς, συχνά μάλιστα με το φαγητό να αποτελεί βασικό κριτήριο, και βάζοντας το δικό τους λιθαράκι για μια διαφορετική ήπια ανάπτυξη του τόπου, ανοίγοντας θέσεις εργασίας και κινητοποιώντας κι άλλους να επενδύσουν σε αυτή την κατεύθυνση.


Οι σεφ επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους και τον βλέπουν αλλιώς
Στις περισσότερες περιπτώσεις μιλάμε για chef-patrons/patronnes που επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους, συλλέγουν τα προϊόντα του, φέρνουν στην επιφάνεια μνήμες από παιδικά καλοκαίρια μέσα από τα ραφιναρισμένα πιάτα ελληνικής κουζίνας, επαναπροσδιορίζουν το τοπικό. Μερικοί από αυτούς αναλαμβάνουν να δώσουν νέα πνοή σε κλασικές οικογενειακές ταβέρνες ανεβάζοντάς τες επίπεδο, ενώ –ακόμη σημαντικότερο– όπου ο προορισμός το επιτρέπει προσπαθούν δειλά δειλά να επιμηκύνουν τη σεζόν.


Φέτος είναι το "Καπάδικο" του Μιχάλη Μάρθα στην Κάλυμνο, προηγήθηκαν η "Αρακλειά" του Γιάννη Γαβαλά στην Ηρακλειά, η "Aspasia" της Σταυριανής Ζερβακάκου στο Σταυρί της Μάνης, το "Mylos by the Sea" του Γιώργου και του Μάριου Κουτσουνάρη στη Λέρο, το "Γευsea" του Αντώνη Κουμπάνιου στη Νίσυρο, το "Cisore" του Τάσου Γεωργάκη στη Λευκάδα…


Στο εξωτερικό τα chefs restaurants στην εξοχή, για τα οποία πρέπει να οδηγήσεις επί τούτου και συχνά παρέχουν και διαμονή, είναι κανόνας σε πολλές χώρες· στην Ελλάδα, όμως, μόνο στην περιοχή του Αμύνταιου μπορούμε να πούμε ότι έχουν καταφέρει να μακροημερεύσουν καλά εστιατόρια τοπικής κουζίνας τα οποία αποτελούν προορισμό. Στη χώρα μας, βέβαια, υπάρχει η δυσκολία ότι τα πάντα στην επαρχία (και ιδίως στα νησιά) γεννιούνται και πεθαίνουν με την έναρξη και τη λήξη της τουριστικής σεζόν. Αυτό είναι εμπόδιο πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί, καθότι πρέπει να υπάρχει κατ' αρχήν τοπική κοινωνία το χειμώνα (να μη νεκρώνει, δηλαδή, το νησί, όπως σε πολλούς υπερδημοφιλείς προορισμούς) κι ύστερα τα μαγαζιά να βρουν μια θέση στις ανάγκες της κοινωνίας αυτής, για να έχουν λόγο ύπαρξης εκτός σεζόν. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναζητούν τρόπους να ανοίγουν έστω μέσα από events κάποιες μέρες εκτός σεζόν, πράγμα πολύ σημαντικό για δύο λόγους: αφενός τραβάνε προς τα πάνω το γαστρονομικό επίπεδο του οικοσυστήματός τους, φτιάχνοντας ακόμη πιο ενδιαφέροντες προορισμούς, αφετέρου καλλιεργούν ένα εργατικό δυναμικό που εκπαιδεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και το οποίο θα λάμψει ακόμη περισσότερο στα δύσκολα της σεζόν (τότε που δεν υπάρχουν χέρια κ.λπ.), παρέχοντας υψηλού επιπέδου υπηρεσία μπολιασμένη με αυθεντική αγάπη για τον προορισμό, αφού αποτελεί και σπίτι τους.




Με τα στοιχεία να δείχνουν ότι όλο και περισσότεροι διεθνείς ταξιδιώτες αναζητούν προορισμούς πέρα από τους κλασικούς, η τάση δεν μπορεί παρά να έρχεται την κατάλληλη στιγμή και ελπίζουμε η επιμονή όσων προσπαθούν και κάνουν τη διαφορά παλεύοντας με τα… κύματα και έχοντας να υπερνικήσουν τα εμπόδια του ελληνικού επιχειρείν, να επιβραβευτεί και να στηριχθεί από την πολιτεία. Γαστρονομική αποκέντρωση τώρα!

