
Πάνω από σαράντα χρόνια πριν, εκεί στο 1983, όταν ξεκίναγε χρόνο με το χρόνο ν’ ανεβαίνει ο τουρισμός στην Πάρο, ο Γιώργος Τσαχπίνης πήρε την απόφαση ν΄αγοράσει ένα παλιό καφενείο στο κέντρο του γραφικού λιμανιού της Νάουσας, στέκι ψαράδων: η πολυμελής του οικογένεια είχε ανάγκες. Το παλιό "Καφενείο των ναυτικών” έγινε "Ουζερί των ναυτικών” αλλά για τους ντόπιους, μέχρι σήμερα, παραμένει "το ουζερί του Τσαχπίνη”. Δεν φανταζόταν, βέβαια, την εξέλιξη του νησιού και τη στρατηγική θέση του μαγαζιού, που θα έδινε απρόβλεπτη αξία στην απόφασή του και θα καθόριζε το μέλλον των παιδιών του.
Τα Τσαχπινάκια μεγάλωσαν με τις μυρωδιές της γούνας και του λιαστού χταποδιού, ανάμεσα σε παιχνίδια στη θάλασσα και δουλειά στο πατρικό ουζερί, καθένας σε πόστο ανάλογο με την ηλικία του, καθώς έχουν 12 χρόνια διαφορά ο πρώτος με τον τελευταίο. Βουτούσαν, γνώριζαν τον βυθό, αγάπησαν τα καλούδια του. Έμαθαν να λιάζουν, να ψήνουν, να τηγανίζουν. Δεμένοι με τον τόπο και τις γεύσεις του, ήταν γραφτό να συνεχίσουν τον δρόμο που τυχαία άνοιξε ο πατέρας τους.
Σήμερα, τα τέσσερα αδέλφια διατηρούν τρία από τα πιο δημοφιλή εστιατόρια του νησιού, διαφορετικής φιλοσοφίας το ένα από το άλλο, αλλά το ίδιο πετυχημένα όλα: στο Ουζερί των Ναυτικών στη Νάουσα, στο Mάριο στην Παροικιά και στο Blue Oyster στον Αμπελά, ένας Τσαχπίνης σε περιμένει.
Kάτι σημαντικό που κρατήσαμε σαν επίγευση, αφού γνωρίσαμε όλα τ΄αδέλφια, είναι ο στενός δεσμός και η αλληλεγύη που διατηρούν μεταξύ τους: τους συναντήσαμε να τρώνε οι μεν στα μαγαζιά των δε, να μοιράζονται τα προϊόντα της φάρμας, να αλληλοσυστήνουν τα μαγαζιά τους με τα καλύτερα λόγια. Κι αυτό μετράει!
Ιδού, λοιπόν, οι Τσαχπίνηδες της Πάρου…
Τα χρώματα του σούρουπου βάφουν ροζ το λευκό λιμανάκι της Νάουσας και τα τραπέζια της πλατείας έχουν ήδη μισογεμίσει. Σε λίγο, δεν θα πέφτει καρφίτσα. Στο "Ουζερί των ναυτικών” έχει αρχίσει η μάχη: σερβιτόροι τρέχουν για παραγγελίες, δίσκοι πηγαινοέρχονται, τα κάρβουνα καίνε κι οι μυρωδιές ξεσηκώνουν: γούνες -κολιοί λιαστοί ανοιγμένοι πετάλι, παραδοσιακός μεζές του νησιού-, καλαμάρια, χταπόδια.


Ο Παναγιώτης κρατάει το ταμείο, ο Νεκτάριος επιβλέπει την κίνηση, το μάτι του παίζει παντού. Δεν έχω συναντήσει πιο γελαστούς εστιάτορες πάνω στη δουλειά. Είναι οι δυο Τσαχπίνηδες που κράτησαν το πατρικό ουζερί, με κουζίνα κανονικής ψαροταβέρνας πλέον. Ψάρια, καλαμάρια, κωλοχτύπες στη βιτρίνα, μέσα στο λιλιπούτειο μαγαζάκι, απαράλλαχτο όπως παλιά με τη μικρή κουζίνα και την ψησταριά ν΄ αντεπεξέρχεται θαυμαστά στο καθήκον της.
Απέναντι, το δεύτερο μαγαζί που απέκτησαν, όταν ο αδελφός τους, Μάριος, αποφάσισε να μετακομίσει στην Παροικιά, ενώνει τα τραπέζια του. Οι Τσαχπίνηδες καταλαμβάνουν πλέον το μεγαλύτερο μέρος της πλατείας όπου μεγάλωσαν. "Πολλά χρόνια συμπέσαμε να δουλεύουμε όλα μαζί τα παιδιά στο μαγαζί”, διηγείται ο Παναγιώτης. Όντας ο μεγαλύτερος, θυμάται τους λιγοστούς παριανούς μεζέδες του αρχικού ουζερί: γούνα και λιαστό χταπόδι στα κάρβουνα, ντοματοκεφτέδες και τέλος.
Φυσική επαγγελματική συνέχεια το πατρικό ουζερί και για τον Μάριο, το στερνοπαίδι της οικογένειας Τσαχπίνη. Αλλά όχι για πολύ. Ο Μάριος είχε σχέδια για ένα σύγχρονο, up to date εστιατόριο και σε πρώτη ευκαιρία πήρε το διπλανό μαγαζί, όταν άδειασε, εκεί στο λιμανάκι: το ολοδικό του "Μάριο” πρόσφερε μια κουζίνα που γρήγορα ξεχώρισε, αποκτώντας φήμη και διακρίσεις. Πριν δυο χρόνια, άφησε οριστικά τη Νάουσα για ένα μεγαλύτερο χώρο πάνω στην παραλία των Λιβαδιών, λίγο έξω από την Παροικιά, ικανό να χωρέσει το όραμά του.


Στη μεγάλη, ντυμένη στα λευκά αυλή και σε μια σάλα με σύγχρονο design, σερβίρει τη γνωστή πλέον κουζίνα του, μοντέρνα αλλά με βαθιά κυκλαδίτικη ρίζα και δημιουργική εκτέλεση από τον ικανότατο σεφ Γιάννη Μαρκουλή. Πιάτα κυρίως της θάλασσας με παριανά ψάρια, αλλά και της γης, με προϊόντα από τη μεγάλη φάρμα που μοιράζεται με τον αδελφό του Γιάννη, κάνουν τη διαφορά στην εστιατορική σκηνή του νησιού.


Το ψητό χταπόδι με την κυκλαδίτικη ρεβιθάδα στον ξυλόφουρνο ή το φιλέτο τόνου με μελιτζάνα χουνκιάρ μπεγεντί δίνουν μια ιδέα του μενού του, μαζί με το ψάρι ημέρας για ψητό, στο αλάτι ή σασίμι από την πλούσια ψαριέρα. Ανήσυχος και δημιουργικός, ο Μάριος επεκτείνει παράλληλα την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε υπηρεσίες catering και διαμονής.
Ο Γιάννης Τσαχπίνης ήταν ο μόνος από τ΄αδέλφια που δεν έμεινε στην κουζίνα, έφυγε να σπουδάσει χημικός και προτίμησε να διδάσκει μέχρι σήμερα στη Μ.Ε.. Αλλά, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον! Ήρθε η ώρα ν΄ανοίξει κα ο τέταρτος Τσαχπίνης το δικό του εστιατόριο, μόλις πριν τέσσερα χρόνια, μαζί με τη σύζυγό του, τη Μαργαρίτα Ευαγγελοπούλου, έμπειρη μαγείρισσα με προϋπηρεσία στην εστίαση.
Κι έτσι, γεννήθηκε το Blue Oyster, πάνω στην παραλία του Αμπελά -ένα "μπαρίστικο” όνομα που εκφράζει τον Γιάννη, δεν είναι ενδεικτικό, όμως, της πολυποίκιλης και βαθιά νόστιμης κουζίνας του μαγαζιού. Από μικρός βουτούσε για τ΄αγαπημένα του όστρακα, που είναι και σπεσιαλιτέ του μαγαζιού.
Από εκεί και πέρα, το μενού χωράει ένα σερί πιάτων με σπιτική γεύση από ταλαντούχο χέρι, που στηρίζονται στην απλότητα και τη σωστή διαχείριση της τοπικής πρώτης ύλης και των προϊόντων από τη φάρμα που διατηρούν χρόνια, από λαχανικά μέχρι αλανιάρικα κοκόρια.



Στην κομψή αυλή του, κάτω από την πέργκολα, δοκιμάσαμε έξοχες αιγαιοπελαγίτικες γαρίδες μαρινάτες, αέρινο γαύρο μαζί με κρεμμύδι "στην τηγάνιση”, μια βελούδινη παριανή ρεβιθάδα στον σκούνταβλο (ντόπιο πήλινο σκεύος) αργοψημένη στον ξυλόφουρνο, μέχρι ένα πλούσιο γιουβέτσι με κεφάλι και κολάρο σφυρίδας σε σάλτσα φρέσκιας ντομάτας. Στο τέλος, το τραγανό γαλακτομπούρεκα της Μαργαρίτας με κρέμα από ντόπιο γάλα και βούτυρο, ήταν πραγματικός πειρασμός.

Μια φράση του Γιάννη, μεταξύ σοβαρού και αστείου, περιγράφει σωστά το Blue Oyster: "Στην ουσία, ανοίξαμε το μαγαζί για να τρώμε εμείς αυτό που δεν βρίσκαμε…”.
Ακολούθησε το Αθηνόραμα στο Facebook και το Instagram.