
Ελάχιστα από τα παλιά μαγαζιά εστίασης στην πόλη διατηρούν τον ιστορικό χαρακτήρα τους, κι ακόμα λιγότερα δικαιούνται τον τίτλο του ουζερί, με την καθαρόαιμη έννοια του όρου. Η "Λέσβος” στα Εξάρχεια ανήκει σ΄ αυτό το σπάνιο σήμερα είδος, όπου ο λιτός, θαλασσινός μεζές συνοδεύει το ούζο και την παρέα σε μια αποκλειστικά ελληνική παράδοση. Μπορεί το μενού με το χρόνο να μεγάλωσε ακολουθώντας τις ανάγκες της εποχής, αλλά και πάλι διατηρεί τη φυσιογνωμία του σε σχέση με τα 'μεζεδοπωλεία' και τα 'γαστροκαφενεία', που ξεφυτρώνουν μαζικά τα τελευταία χρόνια.



Όσοι πίναμε εκεί τα ούζα μας επί δεκαετίες, επανερχόμαστε με την ίδια θέρμη, παράλληλα μ΄ ένα πολυπληθές νέο κοινό που το ανακαλύπτει. Βέγγος, Ζαμπέτας, Μοσχολιού, Μπέλλου, γνωστοί ποδοσφαιριστές, ηθοποιοί και κινηματογραφικοί παραγωγοί παλαιότερα, ακόμα και γνωστοί σεφ σήμερα, έχουν καθίσει στα γνωστά τραπεζάκια του πεζοδρομίου της Εμμανουήλ Μπενάκη. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το είδος της πελατείας δεν έχει αλλάξει: υπήρξε ανέκαθεν στέκι δικηγόρων, φοιτητών, πολιτικών, ηθοποιών -λόγω και των ανάλογων γραφείων και σχολών που εξακολουθούν να υπάρχουν στην περιοχή.
Κοστουμάτες παρέες πλάι σε ψαγμένο νεαρόκοσμο, απλοί εργαζόμενοι της περιοχής, παρέες κάθε ηλικίας, αναγνωρίσιμα πρόσωπα -όλα περίπου όπως παλιά, αν εξαιρέσεις τον αυξημένο αριθμό τουριστών λόγω της πληθώρας airbnb στην περιοχή. Το συμπέρασμα είναι ένα: τα τίμια μαγαζιά αντέχουν στον χρόνο.
Καταγωγή, όπως λέει και τ΄ όνομα, από τον τόπο που γέννησε το ουζερί. Το άνοιξαν στα τέλη του ’60, λίγο πιο πάνω στον ίδιο δρόμο, οι αδελφοί Χρήστος και Στράτος Γραμμέλης από την Αγιάσο, όταν βρέθηκαν στην Αθήνα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, μαζί με πολλούς συμπατριώτες τους. Η "Λέσβος" έγινε γρήγορα τόπος συνάντησης Μυτιληνιών, καθώς οι Γραμμέληδες φιλοξενούσαν πρόθυμα και τα δέματα που τους έστελναν συχνά-πυκνά οι συγγενείς από το νησί.
Μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση το 1970, όπως ακριβώς το βλέπουμε σήμερα: ίδιος χώρος, η τζαμαρία με τη ζωγραφιστή επιγραφή "καφέ μπαρ ουζερί Η Λέσβος, χταπόδι στα κάρβουνα, ούζο Μυτιλήνης”, ανάμεσα σ΄ ένα χταπόδι κι έναν αστακό. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν μεγάλωσαν οι Γραμμέληδες, πέρασε στα χέρια του επίσης Μυτιληνιού Μιχάλη Γιαννέλη, συνεχίζοντας την παράδοση, μέχρι που και αυτός αποσύρθηκε πριν ένα χρόνο, για να δώσει τη θέση του στον σημερινό ιδιοκτήτη Γρηγόρη Στεφανίδη, ο οποίος δεν κατάγεται από τη Λέσβο, φαίνεται όμως ότι σέβεται την παράδοση και την ιστορία του μαγαζιού. Φυσικά, το πρώτο ερώτημα είναι αν έχει κάτι αλλάξει ή σκοπεύει να το αλλάξει.
Η απάντηση, καθησυχαστική: "Τίποτα απολύτως! Έχουμε κρατήσει τις ίδιες συνταγές, τα παστά μας, τα μαρινάτα, τη λακέρδα, τα φτιάχνουμε όλα εδώ όπως πριν, πολλά προϊόντα έρχονται από το νησί. Μαγειρεύει η Αθηνά, που βρίσκεται εδώ και 30 χρόνια στο μαγαζί, και μαζί της η Βάσω, επίσης παλιά στην κουζίνα μας. Ψάρια έχουμε μόνο της ημέρας, ό,τι μείνει δεν το πουλάμε. Τυριά, ούζα, το κρασί μας και το ελαιόλαδο που χρησιμοποιούμε είναι από Μυτιλήνη…”. Μεσοβδόμαδα, ώρα 12.30 μεσημέρι, και την κουβέντα διακόπτει συνέχεια το τηλέφωνο για κρατήσεις. "Επεκτείναμε το ωράριο, από τις 10.00 το βράδυ που κλείναμε το πήγαμε στις 12.00, και πάλι πολλοί δεν έβρισκαν τραπέζι. Έτσι, αρχίσαμε πλέον να κάνουμε κρατήσεις”.


Τα τραπεζάκια του πεζοδρομίου κάτω από περικοκλάδες, εκεί στα ορεινά της Εμμ. Μπενάκη, είναι θεσμός στη "Λέσβο”. Μέσα, πάλι, οι δυο χώροι με το μωσαϊκό έχουν κάτι από την αρχοντιά των νεοκλασικών της Μυτιλήνης. Καρέκλες παλιού καφενείου, οι τοίχοι σχεδόν καλυμμένοι με γκραβούρες από το νησί, πίνακες ζωγραφικής με σκαλιστές κορνίζες, γυάλινες λάμπες πετρελαίου.
Ένα πιάνο-έργο τέχνης από ρίζα καρυδιάς, ένα όμορφο μπρούτζινο μαγκάλι. Στη συνεχόμενη σάλα, η αντίκα κομόντ φιλοξενεί ένα γραμμόφωνο με ζωγραφιστό χωνί κι ένα vintage τηλέφωνο. Το τζουκμπόξ μπροστά στην ξύλινη προθήκη με τα δεκάδες μυτηλινιά ούζα, δένει με τον χώρο. Η παλιά βιτρίνα-ψυγείο με τα τρόφιμα λειτουργεί σαν διαχωριστικό, επιτρέποντας ζωντανή επαφή με την κίνηση της κουζίνας. Επάνω, το ανοιχτό πατάρι βλέπει στη σάλα και είναι μια έκπληξη, με τη σκαλιστή τραπεζαρία να σε βάζει κυριολεκτικά σε δωμάτιο αρχοντικού -το φυλάνε όμως για "ειδικές περιπτώσεις”.


Ο χώρος έχει τη ζεστασιά του παλιού μαγαζιού και υποστηρίζεται στην εξυπηρέτηση από ένα απροσποίητα φιλικό προσωπικό. Στο ίδιο ύφος ο καλόγουστος κατάλογος του μενού, που περιέχει και εικονογραφημένες σελίδες με την ιστορία του νησιού.
Και φτάνουμε στο κυρίως θέμα. Οι κλασικοί μεζέδες του ούζου σε απαρτία, το μόνο που μας έλειψε είναι τα όστρακα, χαρακτηριστκός μεζές της "Λέσβου” τα προηγούμενα χρόνια, μαζί με τη σαρδέλα Καλλονής.
Αν θέλεις να το πας by the book της ουζοποσίας και του τσίπουρου, θα πάρεις λακέρδα και όλα τα αδιαπραγμάτευτα παστά και μαρινάτα, όπως και χταπόδι στη σχάρα, φρέσκο καλαμάρι, γαρίδα και μικρό ψαράκι στο τηγάνι (γαύρος, μαρίδα, κουτσομούρα), σουπιά τηγανητή σβησμένη με λεμόνι, λαδοτύρι Μυτιλήνης ωμό ή ψημένο. Επεκτείνοντας, υπάρχουν τα σαγανάκια, οι κολοκυθοκεφτέδες, ντολμαδάκια, ρεβίθια, φάβα -όλα με παλιές συνταγές από το νησί-, μπακαλιάρος σκορδαλιά, κουτσομούρα με ντομάτα, χταπόδι κρασάτο, ψάρια ημέρας ψητά ή στο τηγάνι. Τα υλικά ακολουθούν, βέβαια, την εποχή και την αγορά.
Δοκιμάσαμε πολύ καλό καπνιστό σκουμπρί και μαστόρικο μαρινάτο γαύρο, ολόφρεσκη κουτσομούρα με έξοχο τηγάνι, μυρωδάτους κολοκυθοκεφτέδες, τη δική τους γευστικότατη τυροκαυτερή, σπιτικές τηγανητές πατάτες κι ένα απλό, νόστιμο σαγανάκι με μύδια: τα σαγανάκια (γαρίδα ή μύδια) δεν τα φτιάχνουν εδώ με κρεμώδεις, τυρένιες σάλτσες, αλλά αφήνουν να κυριαρχεί η γεύση του θαλασσινού στην ελαφριά σάλτσα ψιλοκομμένης φρέσκιας ντομάτας με κρεμμύδι και ελαιόλαδο, μαϊντανό και κομματάκια φέτας.

Δώδεκα αποσταγμένα ούζα από φημισμένους παραγωγούς της Μυτιλήνης και άλλα τρία απλά και έξι ετικέτες τσίπουρου θα συνοδέψουν το τραπέζι. Αν πάτε σε κρασί, υπάρχει χύμα λευκό, ροζέ και κόκκινο από Μυτιλήνη μαζί με λίγα εμφιαλωμένα, ενώ αν προτιμήσετε μπίρα, θα βρείτε δέκα κλασικές ετικέτες.
Ακολούθησε το Αθηνόραμα στο Facebook και το Instagram.