Στα χαμηλά της Ερμού, στην καρδιά της ίσως πιο κακοποιημένης από τον συνδυασμό υπερτουρισμού και δημοτικής εγκατάλειψης γειτονιάς της Αθήνας κι έναν δρόμο που στις γωνιές του βρίσκεις πλέον μέχρι και κορίτσια με ζαρτιέρες να σε προσκαλούν σε μυστήρια σκοτεινά μπαρ, ένα νέο ταβερνάκι λαμποκοπά νοιάξιμο κι ευπρέπεια. Φωτεινή, λαμπερή και ανοιχτόκαρδη, η "Ταβέρνα της Ερμού" μοιάζει όχι με μύγα μεσ’ στο γάλα, αλλά με ένα μοναχικό καθαρό πλακάκι σ’ ένα πεζοδρόμιο ποτισμένο με την απλυσιά χρόνων.

Εδώ, τα τραπέζια παίρνουν θέρμη απ’ την εγκάρδια ευγένεια των περιποιητών, αντανακλώντας τη στα πρόσωπα των επισκεπτών της - ξένοι οι περισσότεροι απ’ αυτούς, και λογικό έτσι που η περιοχή έχει παραδοθεί άνευ όρων στον τουρισμό. Όμως, όσες εκπτώσεις κι αν κάνουν ο Δήμος κι η Πολιτεία εδώ, η ταβέρνα ετούτη δεν κάνει καμία – κι αυτό φαίνεται σχεδόν σε κάθε ένα από τα πιάτα του μενού που υπογράφει οculinary director της Ergon, σεφ Παναγιώτης Ξάνθης.

Ένα μενού που υπηρετεί με ακρίβεια το concept που δηλώνει το όνομα, σταχυολογόντας σουξέ της ελληνικής ταβέρνας, με αφοσίωση στη θάλασσα και λίστα που καλύπτει όλο το φάσμα από το τηγανητό καλαμαράκι και την ψητή σαρδέλα, ως το αχνιστό μυλοκόπι, το λαβράκι "πεταλούδα" και τις θαλασσινές (και μη) μακαρονάδες.

Για παράδειγμα, η τυροκαυτερή, με χοντροκομμένη φέτα, γυαλιστερές ελίτσες και μυρωδάτη ψητή πιπερίτσα στο λάδι, είναι καυτή όνομα και πράμα, με το ταμπεραμέντο της να γράφει ωραία στο λαιμό και την αφράτη μπουκιά της να γεμίζει γαλακτερή δροσιά κι αλμύρα το στόμα.

Αφράτο δάγκωμα όμως έχει και ο γάβρος, που περνά από καλό τηγάνι με σωστό και μετρημένο αλεύρωμα, για να φτάσει στο τραπέζι πολύ τραγανός (καίτοι κομμάτι στεγνός) και εντελώς καθαρός από λάδια – θα κλέβαμε εκκλησία αν στοιχηματίζαμε ότι δύσκολα βρίσκεις αυτόν τον ταπεινό μεζέ σε πιο τίμια μορφή στην τριγύρω περιοχή...
Διαβάστε τι άλλο δοκιμάσαμε και πώς μας φάνηκε στην πλήρη μας κριτική.
