Διεύθυνση:
Tηλ:
Τιμές:
€30 - €40
Στα χαμηλά της Ερμού, στην καρδιά της ίσως πιο κακοποιημένης από τον συνδυασμό υπερτουρισμού και δημοτικής εγκατάλειψης γειτονιάς της Αθήνας, σε ένα δρόμο κατακλυσμένο από μαζικά ταχυφαγεία και ψιλικατζίδικα - ντισκοτέκ με ειδίκευση στις XL συσκευασίες μπύρας, που στις γωνιές του βρίσκεις πλέον μέχρι και κορίτσια με ζαρτιέρες να σε προσκαλούν σε μυστήρια σκοτεινά μπαρ, ένα νέο ταβερνάκι λαμποκοπά νοιάξιμο κι ευπρέπεια. Φωτεινή, λαμπερή και ανοιχτόκαρδη, η "Ταβέρνα της Ερμού" (το νέο εστιατορικό παιδί της "Ergon"), μαζί με ένα-δυο εστιατορικά πονήματα ακόμη στο δρόμο αυτό, μοιάζει όχι με μύγα μεσ’ στο γάλα, αλλά με ένα μοναχικό καθαρό πλακάκι σ’ ένα πεζοδρόμιο ποτισμένο με την απλυσιά χρόνων.

Τη νιώθεις ήδη την αύρα της "Ταβέρνας της Ερμού" κοιτώντας από τις μεγάλες τζαμαρίες, σε αγκαλιάζει πιο ζεστά όταν διαβείς την πόρτα της: αρ νουβό αισθητική και λαϊκή λιτότητα ξεδιπλώνονται ολόγυρα, συλλογές γραμματοσήμων, κομπολόγια και καντήλια πλουμίζουν το διάκοσμο, ζεστό σκούρο ξύλο στα σκαμπό, τις καρέκλες και τα σκρίνια, δένει το λευκό μάρμαρο των τραπεζιών με το πλακάκι – σκακιέρα στο πάτωμα, καθώς γλυκά συρτάκια στα ηχεία υπογραμμίζουν αύρα νοσταλγική, που σταματά ακριβώς εκεί που πρέπει για να μη γίνει γραφική. Ένα ρετρό μοτίβο που παραπέμπει σε παλιότερες, πιο αθώες εποχές, και το οποίο η "Ergon" προτάσσει ως trent – θα το δείτε, εξάλλου, και στο "Τζενεραλ", το νέο ζαχαροπλαστείο – γαλακτοπωλείο της, αν σας βγάλει ο δρόμος προς τη Θεσσαλονίκη.

Έτσι, τα τραπέζια υποδέχονται την ήρεμη χαρά του μαζώματος, που παίρνει θέρμη απ’ την εγκάρδια ευγένεια των περιποιητών, αντανακλώντας τη στα πρόσωπα των επισκεπτών της - ξένοι οι περισσότεροι απ’ αυτούς, και λογικό έτσι που η περιοχή έχει παραδοθεί άνευ όρων στον τουρισμό. Όσες εκπτώσεις κι αν κάνει η πολιτεία εδώ, όμως, η ταβέρνα ετούτη δεν κάνει καμία – κι αυτό φαίνεται σχεδόν σε κάθε ένα από τα πιάτα του μενού που υπογράφει οculinary director της Ergon, σεφ Παναγιώτης Ξάνθης. Ένα μενού που υπηρετεί με ακρίβεια το concept που δηλώνει το όνομα, σταχυολογόντας σουξέ της ελληνικής ταβέρνας, με ροπή προς τη θάλασσα και λίστα που καλύπτει όλο το φάσμα από το τηγανητό καλαμαράκι και την ψητή σαρδέλα, ως το αχνιστό μυλοκόπι, το λαβράκι "πεταλούδα" και τις θαλασσινές (και μη) μακαρονάδες.

Για παράδειγμα, η τυροκαυτερή, με χοντροκομμένη φέτα, γυαλιστερές ελίτσες και μυρωδάτη ψητή πιπερίτσα στο λάδι, είναι καυτή όνομα και πράμα, με το ταμπεραμέντο της να γράφει ωραία στο λαιμό και την αφράτη μπουκιά της να γεμίζει γαλακτερή δροσιά κι αλμύρα το στόμα. Η αθηναϊκή, με λαβράκι το βράδυ που τη δοκιμάσαμε, έχει γενναιόδωρα τα ψαχνά από το ψάρι της μέσα στην ανάλαφρη, ξινούτσικη μαγιονέζα που ετοιμάζεται επί τόπου, και τα λαχανικά (σε τουρσί κάποια απ’ αυτά) δίνουν δροσερές νότες στη μπουκιά, αν και το αυγοτάραχο, που πέφτει σε τρίμμα από πάνω, μοιραία πάει χαμένο εδώ.

Η μαρινάτη τσιπούρα, ένα καρπάτσιο, δηλαδή, αρτυμένο με λαδολέμονο, χοντρό αλάτι και χοντροαλεσμένο πιπέρι, έχει αφράτο δάγκωμα που πιστοποιεί την ποιότητα του ψαριού, κι είναι κρίμα που η βουτυράδα του επισκιάζεται από τις ανοικονόμητες εντάσεις της μαρινάδας. Αφράτο δάγκωμα όμως έχει και ο γάβρος, που περνά από καλό τηγάνι με σωστό και μετρημένο αλεύρωμα, για να φτάσει στο τραπέζι πολύ τραγανός (καίτοι κομμάτι στεγνός) και εντελώς καθαρός από λάδια – θα κλέβαμε εκκλησία αν στοιχηματίζαμε ότι δύσκολα βρίσκεις αυτόν τον ταπεινό μεζέ σε πιο τίμια μορφή στην τριγύρω περιοχή...

Λίγο άτονη βρήκαμε την ψητή σαρδέλα, με τη σάρκα της να έχει χάσει τους χυμούς της και (το κυριότερο) την εκφραστική, μυρωδάτη προσωπικότητά της, ενώ λίγο πιο αρωματικά θα μπορούσαν να είναι και τα κεφτεδάκια (η μόνη κρεατοφαγική επιλογή του μενού), που θα ωφελούνταν επίσης από πιο ελαφρύ χέρι στο τηγάνι. Τους ταιριάζει όμως το απαλό γιαούρτι που τα συνοδεύει, ενώ και οι κομμένες στο χέρι τηγανητές πατάτες που έρχονται στο πλάι, είναι κατά πολύ ευπρεπέστερες των όσων κυκλοφορούν εκατέρωθεν της οδού Ερμού.

Από τη λίστα των "σπεσιαλιτέ", η κουζίνα μας πρότεινε το γιουβέτσι σε bisque γαρίδας με ψύχα καβουριού, κι ίσως έπρεπε να την είχαμε ακούσει, μια που η μακαρονάδα θαλασσινών είχε μεν νοστιμούλα τη λεμονάτη σάλτσα βουτύρου της (και πολύ ωραίο δάγκωμα στα φρέσκα bigoli της "Ergon" - φανταστείτε τα σα μαστιχωτά bucatini), ήταν όμως λειψή σε θαλασσινές νότες και με ταλαιπωρημένα τα μύδια που τη στόλιζαν.

Στο δε αχνιστό μυλοκόπι, το ψάρι ήταν αφρός, με βουτυράτη και φολιδωτή σάρκα να απλώνει στη γλώσσα, η σάλτσα όμως, με ωραία οξύτητα και λιχούδικη υφή, θα αποκτούσε περισσότερο χαρακτήρα αν έγερνε λίγο παραπάνω είτε προς το αγιορείτικο (με κρεμμυδόζουμο και βοτανικά αρώματα) είτε προς το μπιάνκο (με τα σκορδάκια του), αντί να κάθεται στη μέση. Απαραίτητα είναι, βέβαια, έστω λίγα ωραία μελωμένα λαχανικά τριγύρω, για να μπορείς να πεις το πιάτο ολοκληρωμένο.

Πορτοκαλόπιτα, προφιτερόλ και κρέμα λεμονιού – μπρυλέ φιγουράρουν στη λίστα των γλυκών, διαλέξαμε όμως να κλείσουμε ελληνοπρεπώς, με πανακότα γιαουρτιού, με μέλι και φιστίκι Αιγίνης – μια μοντέρνα εκδοχή του κλασικού με όλη τη γεύση του πρωτότυπου, κάτι που συνοψίζει λίγο - πολύ κι όλη την αίσθηση σ’ αυτό εδώ το τίμιο νεο-ρετρό ταβερνάκι του Κέντρου.
Η επίσκεψη του κριτικού έγινε στις 05/11.
Η ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΗΣ ΕΡΜΟΥ, Ερμού 98, Ψυρρή, 2160006770. Ωράριο λειτουργίας: Δευτ.-Παρ. 1 μ.μ.-12 π.μ. Σάβ., Κυρ. 9 π.μ.-12 π.μ. Τιμή: €30 – 40 (το άτομο χωρίς ποτά και κουβέρ). Πάρκινγκ: Στους γύρω δρόμους. Πρόσβαση ΑμεΑ: Ναι.
