Λεωνίδας Τούμπανος
Διαβάζω συνεχώς τελευταία στα subs του reddit για το fine dining, γι’ αυτήν την ασταμάτητη τάση στο Τόκιο και τα πέριξ, με τα εστιατόρια όπου πλέον μπαίνεις μόνο με συστάσεις: χρειάζεται, δηλαδή, να βάλεις μέσο κάποιον παλιό τακτικό θαμώνα, για να εξασφαλίσεις μια θέση στα τραπέζια τους και στη "μυστηριώδη" εμπειρία που προσφέρουν. Και σκέφτομαι πως, αν στην Ελλάδα μπορούσε να υπάρχει κάτι παρόμοιο, αυτό θα ήταν ο "Κάβος 1964" στα Ίσθμια. Μεταξύ αστείου και σοβαρού του λέω, φυσικά, αφού η φαμόζα ψαροταβέρνα, που απαλώνει τραπέζια σε ανθοστόλιστη πέργκολα με χάζι στη θάλασσα, δεν είναι στ’ αλήθεια κάποιο κλειστό εστιατόριο μόνο για μέλη. Αντιθέτως, είναι μια ζεστή, οικογενειακή ταβέρνα με ατμόσφαιρα κυριακάτικης γιορτής, όμως η αλήθεια είναι πως χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω βύσμα για να μπορέσω να την επισκεφθώ.
Με περισσότερα από 60 χρόνια ιστορίας και τα τελευταία εξ αυτών με ιδιαίτερη έφεση στο να γεμίζει το ανοιχτό πάρκινγκ με ακριβά SUV και τα τραπέζια με θαμώνες από όλη τη γκάμα των υψηλά ιστάμενων της χώρας, ο "Κάβος 1964" είναι ένα από τα πιο ιστορικά και δημοφιλή, αλλά κι ένα από τα πιο "δεν-του-το’χεις" κοσμικά εστιατόρια της Ελλάδας. Έτσι, για να βρεις τραπέζι τα Σαββατοκύριακα, ή στις επετείους και τις μεγάλες εξόδους της χώρας, πρέπει είτε να προνοήσεις εβδομάδες πριν, είτε να κάνεις τάμα. Παραδόξως, όμως, σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να συμβαίνει στα invite – only εστιατόρια του Τόκιο, εδώ δεν υπάρχει τίποτε το μυστηριώδες πίσω από την επιτυχία αυτή. Μόνο κάτι το αξιοθαύμαστο: η προσήλωση του ιδιοκτήτη Τάσου Βλάσση στην εξαιρετική πρώτη ύλη και η βαθιά του γνώση στα μυστικά της θάλασσας.


Τον συναντάμε στην ψαριέρα, πάνω από μια πλούσια συλλογή θησαυρών (μπαρμπούνια, σκορπίνες, σαφρίδια και φαγκριά, κι ανάμεσά τους καραβίδες, όστρακα και άλλα μπιζουδάκια), με την κουζίνα να βουίζει πίσω του και μια στρατιά θαμώνες μπροστά, να τον κοιτούν στα μάτια καθώς τους ξεδιαλέγει καλούδια, διαβάζοντας τις διαθέσεις της παρέας για να κόψει και να ράψει στα μέτρα της το ιδανικό μενού. Το τραπέζι, βέβαια, ξεκινά πάντα με τη ντομάτα, που καλλιεργείται ολοχρονίς σε υδροπονική μονάδα. Έρχεται ξεφλουδισμένη, αφράτη κι αρωματική στο τραπέζι μας, και κολυμπάει σε νόστιμο ελαιόλαδο, ανταλλάσσοντας χυμούς για να φτιάξει αυτό το ζουμάκι το άγιο, το νέκταρ του καλοκαιριού, να βουτήξεις μέσα το ψωμάκι το ζυμωτό, να δαγκώσεις και να νιώσεις το χρόνο να σταματά ολόγυρα.
Διαβάστε τι άλλο δοκιμάσαμε και πώς μας φάνηκε, στην αναλυτική μας κριτική.
