Το ελληνικό προϊόν, χάρη στο πείσμα κάποιων ανθρώπων με ταλέντο, όραμα και τεχνογνωσία έχει πια και ταυτότητα και αναγνώριση από παντού.
Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 κυριαρχούσε το σλόγκαν «εφάμιλλο των ευρωπαϊκών». Δεν έχει σημασία αν αφορούσε σαπούνι, παπούτσι ή ψυγείο. Ούτε αν ήταν όντως εφάμιλλο. Μόνο και μόνο η σύγκριση του προϊόντος με το αντίστοιχό του, που κατασκευαζόταν στο εξωτερικό, του έδινε αρκετούς βαθμούς κύρους σε σχέση με τα «απλώς ελληνικά». Ακόμα και σε παράδοξες περιπτώσεις. Ο Έλληνας, π.χ., κάπνιζε τότε χύμα τσιγάρα με βαριά καρδιά, αλλά φυσικά γυάλιζε το μάτι του όταν έβλεπε ένα εγγλέζικο με φίλτρο. Ήξερε άραγε ότι μπορεί το εισαγόμενο τσιγάρο να περιείχε καπνά από το Αγρίνιο ή την Ξάνθη; Αυτά τα ιδιότυπα «αντιδάνεια» ουδέποτε πτόησαν τη συνήθεια της ξενομανίας (η οποία έχει πανάρχαιες ρίζες, αλλά δεν είναι του παρόντος).
Η ξενομανία έγινε διαφημιστικό σποτ, ταινία, τραγούδι, νοοτροπία, κατάρα και πολλά άλλα, πλην όμως φαίνεται ότι έχει φάει τα ψωμιά της (ή το παντεσπάνι της). Παρά το γεγονός ότι εισάγουμε πάρα πολλά προϊόντα τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να κατασκευάζονται εδώ, παρά την κρίση που μαστίζει την ελληνική επιχειρηματικότητα, ο καταναλωτής έχει αρχίσει να παίρνει και να αξιοποιεί κάποια σημαντικά μηνύματα. Σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά όπου εισαγόμενο είναι σε μεγάλο βαθμό το παπούτσι του μεγάλου brand που κατασκευάζεται σε κάποια χώρα του τρίτου κόσμου (χωρίς να είναι φθηνό), το σχεδόν τσάμπα ρούχο από το «κινέζικο» της γειτονιάς και οι «μαϊμού» τσάντες που είναι απλωμένες στο πεζοδρόμιο, υπάρχει όσο να ’ναι ένα καθεστώς απομυθοποίησης του ξένου. Χωρίς να έχουν εκλείψει φυσικά οι καλές ξένες μάρκες (και οι πελάτες τους) στην ελληνική αγορά.
Όμως το ελληνικό προϊόν, χάρη στο πείσμα κάποιων ανθρώπων με ταλέντο, όραμα και τεχνογνωσία έχει πια και ταυτότητα και αναγνώριση από παντού. Μπορεί να υστερούμε σε βαριά βιομηχανία, αλλά μπορούμε να είμαστε περήφανοι σε πολλούς άλλους τομείς. Βέβαια σε πολλές περιπτώσεις, το ελληνικό προϊόν χρειάστηκε κατά μία έννοια να πάρει τα εύσημα από το εξωτερικό, για να εκτιμηθεί από το εδώ καταναλωτικό κοινό. Αυτό βέβαια είναι θέμα κοινωνικής ψυχολογίας, η οποία λέει ότι τα ελαττώματα μιας φυλής δεν εξαλείφονται τόσο εύκολα.
Εμείς εδώ στο «αθηνόραμα» πριν από τέσσερα χρόνια, με την εμπειρία που είχαμε αποκτήσει από τη γευστική σκηνή (εστιατορική και μη), αποφασίσαμε να αναδείξουμε τον πλούτο των εξαιρετικών ελληνικών προϊόντων των μικρών παραγωγών δημιουργώντας το φεστιβάλ Ελλάδα Γιορτή Γεύσεις, ένα event το οποίο εξελίχθηκε στο καλύτερο γευστικό ραντεβού της πόλης.
Και χωρίς καμία υπερβολή, ένας καινούργιος κόσμος ανοίχθηκε για πολλούς Αθηναίους, οι οποίοι ανακάλυψαν πως στη χώρα μας υπάρχει ποιοτική έκρηξη στην παραγωγή τροφίμων από ανθρώπους που έχουν βάλει τον πήχη τόσο ψηλά ώστε, σε πολλές περιπτώσεις, βλέπουν τα προϊόντα τους να ταξιδεύουν στο εξωτερικό και να καμαρώνουν δικαίως στις προθήκες σημαντικών καταστημάτων ντελικατέσεν ανά τον κόσμο. Σε λίγες μέρες, στις 10 Ιουνίου η φετινή γιορτή θα ανοίξει τις πύλες της στην Τεχνόπολη και όσοι από εσάς δεν είχατε μέχρι τώρα την ευκαιρία να την επισκεφτείτε, καλό θα ήταν να ανακαλύψετε από πρώτο χέρι όλα τα παραπάνω.
Μια διαφορετική (όσο και ίδια) περίπτωση με αυτή των ελληνικών γεύσεων είναι η ελληνική μόδα. Πρόκειται πραγματικά, αν μιλήσουμε με όρους παραμυθιού, για την κολοκύθα που μεταμορφώθηκε σε χρυσή άμαξα. Από τις αντιγραφές των ξένων μοντέλων πριν από κάποιες δεκαετίες, φτάσαμε αυτήν τη στιγμή στο μότο του εξωφύλλου «Η ελληνική μόδα είναι μόδα», το οποίο ισχύει και με το παραπάνω. Μέσα στα ατελιέ των Ελλήνων σχεδιαστών δημιουργείται μια παγκόσμια τάση που χωρίς υπερβολή έχει τη δύναμη να παρασύρει (και το κάνει) τόσο απλούς ανθρώπους όσο και σούπερ σταρ σε όλο τον κόσμο.
Στο http://www.athinorama.gr/fashionandbeauty/ βρίσκετε πλέον τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής μόδας σε έναν εύχρηστο και περιεκτικό οδηγό-πανόραμα αυτής της τάσης που ανθεί σε μια εποχή όπου οτιδήποτε εμπεριέχει αισιοδοξία είναι σπάνιο και πολύτιμο σαν εξωτικό είδος.