© Θοδωρής Μάρκου
Στην (προς το παρόν) ήσυχη πλευρά του αθηναϊκού κέντρου και την οδό Σκούφου, το μικρό και απέριττο Sushimou του Αντώνη Δρακουλαράκου δείχνει να μη χάνει στιγμή τη γοητεία του, παρότι έχει αισίως σβήσει δέκα κεράκια στην τούρτα της ζωής του και, κατ' επέκταση, παρουσίας του στα της πρωτεύουσας γευστικά δρώμενα.
Παραμένει ακόμη ιδιαίτερο και unique το μιξ της αίσθησης ενός παραδοσιακού φαγάδικου της Τσουκίτζι (σ.σ. η παλιά ψαραγορά του Τόκιο) με το vibe μιας σύγχρονης μητρόπολης - στην τελευταία συνθήκη και, ευτυχώς, αυτό εκφράζεται διακριτικά και όχι κραυγαλέα. Τα 12 σκαμπό περιμετρικά της μπάρας του είναι σχεδόν πάντοτε γεμάτα, κατά τα τρία σλοτ του σερβιρίσματος και αυτό από μόνο του λέει αρκετά.


Η λιτή αισθητική, το ανοιχτόχρωμο ξύλο και οι διακοσμητικές πινελιές δομούν ένα περιβάλλον γαλήνης και pop πραότητας. Του δίνω έξτρα πόντους για το -σε περίοπτη θέση- Nintendo NES στις προθήκες του (με τη συγκεκριμένη εταιρεία να είναι από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα ιαπωνίζουσας ποπ κουλτούρας), καθώς η εν λόγω παιχνιδομηχανή ήταν η πρώτη που έπεσε στα χέρια μου στα χρόνια της νιότης. Anyway, παρακάμπτω τη νοσταλγία και συνεχίζω.


Πιστός στο ραντεβού και ακάματος παρασκευαστής γεύσης του Ανατέλλοντος Ηλίου, ο σεφ Δρακουλαράκος βρίσκεται πάντα παρών πίσω από τον πάγκο, αλληλεπιδρώντας με τον επισκέπτη και παρουσιάζοντας παράλληλα το κλασικό πια omakase ("που σημαίνει, σεφ τ' αφήνω πάνω σου", όπως γλαφυρά αναφέρει η κάρτα) μενού του, που εμπλουτίζεται από λίγα και προσεγμένα extras. Εργάζεται με αφοσίωση και δεξιοτεχνία, την ίδια στιγμή που μπορεί να σου μιλάει για μπάλα, μπάσκετ και ταινίες - είναι κι αυτό μέρος της εμπειρίας εδώ.


Από τα χέρια του ίδιου και της ομάδας του προκύπτουν καθαρά και καλοδουλεμένα κλασικά παραδείγματα της ιαπωνικής γαστρονομικής τέχνης, σερβίρονται βασισμένα σχεδόν αποκλειστικά σε ελληνικά ψάρια και θαλασσινά σε νιγκίρι, σασίμι και "πατημένο" σούσι. Πριν από αυτά, μια ωραία και umamίσια σούπα misho ζεσταίνει το μέσα σου.


Εν αρχή ην η πλούσια συλλογή των σασίμι, με το ντελικάτο ωμό καλαμάρι να ξεχωρίζει για την εκπάλγου τρυφερότητος σάρκα του, το τονάκι σε σόγια να λανσάρει σπινθηροβόλα νοστιμιά και η παλαμίδα να ποντάρει στην 'τραγανότητα' της γύμνιας της.
'Έπειτα, το "ταπεινό σαφρίδι, Τάσος Πάντος", όπως αναφέρει κι ο ίδιος ο Αντώνη-σαν, που μόνο ταπεινό δεν είναι (σίγουρα, πολύ πιο φαντεζί από τον τιμιότατο πάλαι ποτέ αμυντικό του Ολυμπιακού και της Προοδευτικής), καθώς το εξαιρετικά φρέσκο ψάρι έχει λεπτή, καθαρή γεύση, ξαπλώνει πάνω σε άψογο ρύζι, έχει δάγκωμα ιδανικό, με το σογένιο γλάσο σε ελάχιστη ποσότητα να του δίνει ένα έξτρα κικ έντασης και νοστιμιάς. Το αυτό ισχύει και για σχεδόν οτιδήποτε άλλο καταφθάνει σε νιγκίρι: Από καραβίδα και κοιλιά τόνου μέχρι χτένι και καψαλισμένη γαρίδα.
Δεν ξεχνάμε το μπαρμπούνι που σερβίρεται με δύο τρόπους και αποτελεί καιρό τώρα πιάτο-υπογραφή (δεν είναι το μόνο), ενώ το καψαλισμένο στο φλόγιστρο χέλι είναι λιχουδιά-λόγος επιστροφής. Η μικρή αλλά ενδιαφέρουσα λίστα κρασιών δένει όλα τα παραπάνω μέσω του ποτηριού. Το γλυκό-τρολ στο τέλος σε κάνει να φεύγεις με χαμόγελο και ίσως με λίγες παραπάνω, αχρείαστες θερμίδες. Όπως πρέπει δηλαδή.
Ακολούθησε το Αθηνόραμα στο Facebook και το Instagram.

