Προφανώς και έχω κάνει κράτηση, όχι "κάποια κράτηση", έχω κάνει τη δική μου, συγκεκριμένη κράτηση, από την προηγούμενη Παρασκευή μάλιστα, μια εβδομάδα πριν. Δεν θα το ρίσκαρα να έρθω Σάββατο μεσημέρι στο πολυσυζητημένο εστιατόριο χωρίς κράτηση, ξέρω. Και έχω κάνει και την ειρήνη μου με το seating, γνωρίζω ότι σε δύο ώρες και ένα τέταρτο θα αποχωρήσω, γι’ αυτό και θα ήθελα το χρόνο που έχω εδώ στο instagramικό μου τραπέζι να τον περάσω χωρίς να ταλανίζομαι από διάφορες σαχλαμάρες.
Σε αυτό το σημείο, και πριν ξεκινήσω να απαριθμώ τις "σαχλαμάρες", δηλαδή όλα αυτά που μου έχουν συμβεί κατά καιρούς, θέλω να πω ότι παρά τα όποια στραβοπατήματα, το service στα εστιατόρια μας είναι γενικά καλύτερο από ό,τι παλιότερα. Τα παιδιά και περισσότερα πράγματα ξέρουν και - σε αρκετές περιπτώσεις - έχουν αναπτύξει αυτό που λέμε ενσυναίσθηση, καταλαβαίνουν ποιον έχουν απέναντι τους και το πάνε ανάλογα – σε αντίθεση με πολλούς παλιότερους. Βέβαια εδώ το θέμα μας είναι τα "στραβοπατήματα":

Ο (μπλε) παπαγάλος
Δεν έχει ιδέα για τί μιλάει, ξεκάθαρο αυτό. Το πιάτο με τις "γαρίδες κόκκινης κοιλάδας" που μόλις μου ανήγγειλε, δε αφήνει περιθώρια αμφιβολιών. Παρουσιάζει το κάθε πιάτο όπως ο διπλανός μου ο Μάνος στην Γ’ Λυκείου μου έλεγε την ιστορία δέσμης, χωρίς κόμματα και τελείες, χωρίς κανένα χρώμα, οριακά με το σωστό τονισμό των λέξεων. Να πω την αλήθεια, μπήκα στον πειρασμό να ρωτήσω τον παπαγάλο "Πού είναι η Κόκκινη Κοιλάδα;" και να καθίσω πίσω στην καρέκλα μου να απολαύσω το βραχυκύκλωμα, τελικά όμως συγκρατήθηκα, απλά γιατί με νοιάζει το κάρμα μου, δεν θέλω να το φορτώνω χωρίς λόγο.
Η φασέα φοιτήτρια καλών τεχνών
Έχει έρθει με το ροφό μπουρδέτο στο τραπέζι να καθαρίσει το ψάρι μπροστά μας. Πολύ ωραία, μπράβο, μέχρι εδώ καλά. Το θέμα είναι ότι κάνει τη δουλειά με κάπως παραπάνω πάθος από, ό,τι δικαιολογεί το task, και έχει και μια μαλλιούγκα ανεξέλεγκτη, την οποία – λόγω πάθους – πηγαινοφέρνει πάνω από το ροφό μου. Δεν μπορώ να βλέπω. Και επίσης δεν τελειώνουμε. Πίνω, πίνω ξανά, και η μαλλιούγκα εκεί αγωνίζεται διαρκώς, με έχει αγχώσει. Επιτέλους τελειώνει και αποχωρεί. Η δουλειά έγινε; Όχι. Ούτε καν θυμάμαι πόσες φορές πήγα να πνιγώ με τα κόκκαλα, κουράστηκα, υπερβολικό άγχος και κακουχία για ένα βράδυ, παράτησα και τον ροφό.

To χαμηλόφωνο σερβιτόρ@
Το συμπαθώ το χαμηλόφωνο, Gen Z σερβιτόρ@. Ναι, χαίρομαι που είναι εδώ απόψε, προσδίδει ένα έξτρα urban, μητροπολιτικό touch, αλλά θα ήθελα και να ακούω τί μου λέει. Δεν ακούω τίποτα. Μου χαμογελάει, χαμογελάω και εγώ, όμως συνεννόηση δεν γίνεται. Τα λέει από μέσα του και έχω και τον Γιάννη Χαρούλη με τα Κρητικά τσίτα από τα ηχεία… οι πληροφορίες είναι πολλές και αντικρουόμενες, δυσκολεύομαι.

Ο πολύ φίλος μου
Όσο με νευριάζουν οι πελάτες που μιλάνε στους σερβιτόρους στον ενικό, άλλο τόσο με νευριάζουν και οι σερβιτόροι που μιλάνε στους πελάτες στον ενικό. Ευτυχώς πλέον το είδος αυτό σπανίζει, ωστόσο το τελευταίο διάστημα βλέπω ένα ανησυχητικό reedition του "πολύ φίλου μου" που έχει κάνει την εμφάνιση του σε νέο-cool ταβέρνες, σε φασέικα καφενεία κλπ, συνήθως σε off-Broadway τοποθεσίες. Δεν γνωριζόμαστε, ούτε και θα γνωριστούμε ποτέ. Η μοίρα έκανε τα μονοπάτια της ζωής μας να συναντηθούν για δύο ώρες, για συγκεκριμένο λόγο, με συγκεκριμένους ρόλους και με συγκεκριμένα deliverables, τα πράγματα (θα έπρεπε να) είναι τόσο απλά. Δεν χρειάζονται πολλοί φιόγκοι στην επικοινωνία μας, ο μινιμαλισμός σώζει.

Το ghosting
Το ξέχασε το τραπέζι μας. Από την αρχή φαινόταν το πράγμα ότι δεν θα πήγαινε και πολύ καλά. Τον κατάλαβα ότι δεν την έβλεπε τη σχέση μας σοβαρά, πολλές φορές ένιωσα ότι τον έψαχνα, τον κυνηγούσα, ότι εγώ έδινα περισσότερα, ότι ήμουν πιο πολύ "εδώ", πιο πολύ "παρών". Η σχέση πήρε εντελώς την κάτω βόλτα από τότε που μας έφερε την cacio e pepe και τα μάγουλα με την πολέντα. Αυτό ήταν, τέλος, εξαφανίστηκε, κανένα ενδιαφέρον πια. Μείναμε μονάχοι, μας εγκατέλειψε. Ούτε το κρασί μας ανανεώθηκε ποτέ, ούτε τα πιάτα μας μαζεύτηκαν ποτέ, ούτε καν ερωτηθήκαμε αν θέλαμε γλυκό. Κάπως σταματήσαμε να υπάρχουμε γι’ αυτόν. Στην αρχή κατηγόρησα τον εαυτό μου, σκέφτηκα θα ήταν κάτι που είπα εγώ, κάτι που τον πείραξε. Τελικά όχι. Έκανα rebound με κάποιον άλλον που τουλάχιστον μας μάζεψε τα πιάτα. Γιατί εγώ "αξίζω", το πρόβλημα το είχε εκείνος.