
Αλλιώς. Αλλιώς ήταν στο μυαλό μου να γίνει αυτή η συνεύρεση, αλλιώς τελικά γίνεται. Φυσικά έχω χρησιμοποιήσει την κίνηση ως δικαιολογία για την σχεδόν μισάωρη καθυστέρηση μου – σκέφτομαι ότι σε μια άλλη πόλη όπου όλα θα λειτουργούσαν ρολόι εγώ θα είχα καταστραφεί – και τώρα που επιτέλους έφτασα δεν ξέρω από πού να ξεκινήσουμε. Είναι και το ότι η Αναστασία και η Αλεξάνδρα Σγουμποπούλου, συνιδιοκτήτριες του Perianth (εντός του οποίου βρίσκεται και το Anther) αφήνουν σε εμένα την επιλογή – και αυτό δεν το κάνεις ποτέ σε ένα ζυγό, εκείνες όμως τη λεπτομέρεια αυτή δεν την ξέρουν.
Εγώ πρέπει λοιπόν να επιλέξω αν θα καθίσουμε πρώτα για φαγητό και θα δούμε τη συλλογή των έργων τέχνης στο Anther και στους χώρους του ξενοδοχείου μετά, ή το αντίστροφο. Μετά από κάποια μπρος-πίσω επιλέγω το αντίστροφο.

Κυρίως γιατί θυμάμαι ακόμα πόσο είχα εντυπωσιαστεί την πρώτη φορά που είχα επισκεφθεί το Perianth κάποιες μέρες πριν ανοίξει όταν ακόμα τελείωναν οι εργασίες. Είχα μιλήσει με τον Κωνσταντίνο Καραμπατάκη από τους K-Studio, τους αρχιτέκτονες του ξενοδοχείου, και είχα έρθει να το δω.
Η διαμόρφωση των ορόφων με "πλατείες" γύρω από τις οποίες ξεκινούσαν οι "δρόμοι" προς τα δωμάτια είναι και σήμερα μια πολύ ωραία ιδέα. Τότε βέβαια δεν είχα μαζί μου ξεναγό την Αναστασία Σγουμποπούλου, επιμελήτρια της μόνιμης συλλογής έργων τέχνης του Perianth να μου εξηγεί το πόσο "οργανικά" συγκροτήθηκε η συλλογή, να μοιράζεται μαζί μου inside info για το ποια έργα έχουν κακοπάθει από απρόσεκτους ή αγνώμονες επισκέπτες, να μου λέει σχέδια για την επόμενη ημέρα.
Επιστρέφοντας στον χώρο του εστιατορίου δεν γίνεται να μην πω "πόσο κοντά και πόσο μακριά" ταυτόχρονα βρίσκεται το Anther από το υπόλοιπο ξενοδοχείο. Σαφώς είναι η ίδια κεντρική ιδέα που διατρέχει και τα δύο, ο προσανατολισμός στην σύγχρονη τέχνη και η επιλεκτική προσέγγιση του σύγχρονου design, ωστόσο, την ίδια ώρα αντιλαμβάνεται κανείς αυτομάτως ότι πρόκειται για δύο διακριτούς, αυτόνομους χώρους. Ίδια αισθητική ματιά, άλλη χρωματική παλέτα.
Η έμφαση στην αφαίρεση και την ουσία (τίποτα δεν φλυαρεί) είναι εμφανής και στο Anther, ωστόσο εδώ όλα συμβαίνουν σε ένα background θερμών αποχρώσεων τερακότας. Στο επίκεντρο (κυριολεκτικά) βρίσκεται το μεγάλο, κυκλικό μπαρ το οποίο ορίζει τη ροή στο χώρο. Σίγουρα θα ερχόμουν εδώ είτε για lunchbreak το μεσημέρι, είτε για aperitivo ή cocktail, απόγευμα ή βράδυ. Είναι πραγματικά vantage point, έχεις θέα παντού, μέσα και έξω. Καθίσαμε σε ένα από τα – μινιμαλιστικά, "τόσο-όσο" στρωμένα, τραπέζια προς την πλευρά της πλατείας.

Σε αυτό το σημείο θέλω να αναφέρω πόσο σημαντικό θεωρώ να αντιλαμβάνεται ένας επιχειρηματίας το εστιατόριο του ως μια θεατρική παράσταση, η οποία χρειάζεται σκηνογράφο, ενδυματολόγο, φωτιστή κλπ. Στο Anther αυτό συμβαίνει και μάλιστα συμβαίνει με εξαιρετικό τρόπο. Αναφέρω τους συντελεστές γιατί πραγματικά η δουλειά τους είναι πολύ καλή: τα ρούχα των παιδιών είναι του Άγγελου Μπράτη, τα bespoke πιάτα της Βαλίνιας Σβορώνου, το branding και τα μενού των MNP, η εντυπωσιακή τοιχογραφία στις δύο πλευρές της σκάλας της Ελένης Μπαγάκη, το interior design των En-Route-Architecture. Νονός του Anther είναι ο Ευθύμης Φιλίππου.
Έμπνευση ήταν και πάλι (όπως και για το Perianth) η ιστορία της πλατείας Αγίας Ειρήνης που ήταν "η πλατεία των ανθοπωλών" της Αθήνας. Εντωμεταξύ μιλάμε για εστιατόριο, έχω φτάσει τις 522 λέξεις, και ακόμα δεν έχω αναφέρει τον chef. Είναι ο Νάσος Τσιρονίκος (οι "δυνατοί λύτες" θα θυμούνται το όνομα του παλιότερα από την ομάδα του Milos).

Ενώ μιλάμε για διάφορα στο τραπέζι, ενώ μοιραζόμαστε κοινές σκέψεις και προβληματισμούς για την κατεύθυνση που παίρνει η ευρύτερη περιοχή της πλατείας, έρχονται μπροστά μας ενδεικτικά πιάτα από τα δύο μενού του Anther: Από το lunch: Η κινόα με αβοκάντο Κρήτης, βραστό αυγό, πίκλες κρεμμυδιού, αγγούρι, ρόδι. Και το kale με μπούτι κοτόπουλο σε panko, φιστίκια Αιγίνης, μήλο και dressing αντζούγιας.
Από το dinner menu ακόμα δύο: Το ψάρι ημέρας φρικασέ (λαβράκι στη δική μου περίπτωση) και το φιλέτο black angus με πατάτες και σάλτσα μαϊντανού. Μπορεί από αυτά τα δύο πιάτα να μην γίνεται άμεσα αντιληπτό, αλλά το βραδινό μενού έχει έντονες αναφορές σε ελληνικές γεύσεις. Κάποια πιάτα σε αυτή την κατεύθυνση που έχω σημειώσει για την επόμενη φορά: ρεβίθια στη γάστρα και μπρουσκέτα με πελτέ ντομάτας, μακαρούνες με καπνιστή μελιτζάνα και κρέμα γραβιέρας, αυγό, στάκα, κρέμα πιπεριάς Φλωρίνης, πανσέτα και πατάτες. Για τα δύο που ήρθαν στο τραπέζι έχω να πως ότι φανερώνουν μαγειρικές γνώσεις και εξοικείωση με τεχνικές που επιτρέπουν την αξιοποίηση της πολύ καλής πρώτης ύλης, και στις δύο περιπτώσεις. Σημειώνω πως το φιλέτο είχε ψήσιμο αριστοτεχνικό.
Αντίστοιχα τα δύο πιάτα του lunch menu – ενός μενού που στοχεύει ξεκάθαρα στο να ικανοποιήσει μεγαλύτερη γκάμα προτιμήσεων – είναι δύο ωραίες ιδέες, πολύ καλά εκτελεσμένες, που προδίδουν δημιουργικότητα και ένα γενικότερο ψάξιμο, μια ανησυχία, που μόνο καλό μπορεί να κάνει.

Κλείσαμε το γεύμα με το ζεστό ρυζόγαλο με κατσικίσιο γάλα. Το ρυζόγαλο είναι μια γεύση που πάντα με κάνει να νιώθω 8 χρονών και γι’ αυτό του έχω ιδιαίτερη αδυναμία. Αυτό εδώ είναι τέλειο, εύκολα θα καθόμουν και μόνο με το ρυζόγαλο μου στα τραπεζάκια της πλατείας το απόγευμα να χαζεύω την κοσμοπλημμύρα.
Info
Λιμπόνα 2 & Βασιλικής, Αθήνα
Τηλ. 214 6878080
Ακολούθησε το Αθηνόραμα στο Facebook και το Instagram.