
Ένα ταβερνάκι «ιπτάμενο», για δόσεις παράδοσης κάτω απ' τον ουράνιο θόλο: low budget high.

Eίναι γεγονός. Οι περισσότερες ταράτσες τούτης της πόλης στεγάζουν… υψηλές προτάσεις εξόδου (bar-restaurants, club-restaurants και τα λοιπά) κι έχουν και τιμές αναλόγως «ανεβασμένης» κλίμακας. Η θέα πληρώνεται. Αλλά εδώ, στο παγκρατιώτικο σπίτι που στέγαζε επί χρόνια την «Ξανθίππη», το πρόσφατα αφιχθέν «Επ' αυλή» του Γιώργου, του Βίκτορα και της Έλενας κρατάει τις αντιστάσεις. Στρώνει στην ταράτσα του τραπέζια ταβέρνας με κίτρινα τραπεζομάντιλα, προσθέτει μερικά λιτά φωτάκια και λίγα φυτά κι αυτό είναι. Έχει κάτι από άλλη εποχή θαρρείς, τότε που οι αυλές ήταν διπλανές και μπλέκονταν και οι πόρτες μισάνοιχτες: πάρε αυτή την αίσθηση κι ανέβασέ την ψηλά (γιατί της αξίζει), πρόσθεσε και το πράσινο του Αρδηττού και τα μπαλκόνια απέναντι (οι γείτονες), και λίγο θόρυβο φασαριόζικων αυτοκινήτων από κάτω –για να θυμάσαι ότι είσαι στην Αθήνα– κι έχεις μια πρώτη εικόνα. Γλυκιά.
Ο κατάλογος είναι μικρός, αλλά παράπονο εμένα δεν μου άφησε. Το αντίθετο. Η μελιτζανοσαλάτα (με λίγο σκόρδο) ήταν ικανοποιητική, η πρασόπιτα με τη φέτα είχε φύλλο σπιτικό, οι σαρμάδες, δηλαδή ντολμαδάκια με ρύζι κι ελάχιστο κιμά, ήταν καλοβαλμένοι, όλα απλούστατα και ορεκτικά. Η σιδερένια σκάλα –άλλης εποχής– υποπτεύομαι ότι αποδεικνύεται βραχνάς για τους σερβίροντες (ζόρικη καθημερινή γυμναστική). Αλλά επανέρχονται με χαμόγελο, λίγο χύμα κρασί ακόμη και κυρίως πιάτα – κι εκεί ξεδιπλώνεται η δυναμική τής παράδοσης χωρίς φανφάρες. Το αρνί που τυλίγεται στη λαδόκολλα και ψήνεται στη γάστρα έχει βαθιά νοστιμιά και συνοδεύεται από χωριάτικες πατάτες πασπαλισμένες με χοντρό αλάτι, και το τας κεμπάπ έρχεται τρυφερό, με μεστή κόκκινη σάλτσα. Στο φινάλε, το κανταΐφι με παγωτό καϊμάκι και σπιτικό γλυκό βύσσινο είναι δροσερό, ψηφίζω όμως σοκολατόπιτα. Τύφλα να 'χουν τα μπράουνις και τα σουφλέ…