
Κατεβαίνεις τα σκαλιά και βρίσκεις ένα στέκι νόστιμο και… χειροποίητο, έξτρα φιλικό, μεσημέρι-βράδυ.

Ο χώρος ήταν ταβέρνα από το 1954, είναι 54 τετραγωνικά, και βρίσκεται στο 54 της Πανόρμου. Μια χαριτωμένη σύμπτωση του σύμπαντος των αριθμών έδωσε στο «Κουτούκι του 54» το όνομά του. Τη χάρη του, πάλι, του την έδωσαν ο Φιλήμων και ο Άλκης, οι οποίοι έντυσαν πριν από δύο χρόνια την προϋπάρχουσα πέτρα στον τοίχο του πρώην «Λιάφου» με χωριάτικα, μάλλινα υφαντά και πολύχρωμα κεντητά μαξιλαράκια σε αφθονία, ενώ έστρωσαν τραπεζομάντιλα πλεκτά με βελονάκι (σαν στο σπίτι της γιαγιάς σου). Όλο αυτό το ζεστό χωριάτικο στιλ το συμπλήρωσαν με ολίγον από έθνικ και φωτογραφίες από παλιές ελληνικές ταινίες.
Καθισμένη κάτω από την Καρέζη-Χιονάτη που πλαισιωνόταν από τα επτά γεροντοπαλίκαρα (η θέση δίπλα στη Βουγιουκλάκη-Μανταλένα ήταν πιασμένη), ήπια την πρώτη γουλιά από το κρασί μου τσιμπολογώντας μπουρεκάκια από φύλλο κρούστας με παστουρμά και ελάχιστη ντομάτα να τα ελαφραίνει κομμάτι, χορτοπιτάκια, ντοματοκεφτέδες (θα ήθελα πιο έντονη την ντομάτα και συνεπώς λιγότερο το αλεύρι) και αφράτα σουτζουκάκια, περιποιημένα, με κύμινο στη σωστή δόση. Εκτός των κλασικών συνταγών, βέβαια, στο εν λόγω κουτούκι κάνουν και τα δικά τους· η φαντασία, άλλωστε, είναι ανθρωποποιός ιδιότητα και κανείς δεν θα υποστηρίξει το αντίθετο. Φτιάχνουν, ας πούμε, κάτι «λουκουμάδες» με κολοκυθανθούς και φέτα. Ή ένα κοτόπουλο γιαουρτλού, το οποίο, εκτός από πιπεριά και τις απαραίτητες πιτούλες, έχει και κάρι – για παραπάνω ένταση με άρωμα Ινδίας. Οι πατάτες «ρατατούιγ» (όχι από την ομώνυμη γαλλική συνταγή, από το ποντικάκι-μάγειρας της Pixar), βραστές σε κουρκούτι αβγού, με μια δροσερή σος, δεν μου φάνηκαν και φοβερές. Αλλά ήρθε η πλούσια σπιτική καρυδόπιτα με απαλό σιρόπι και με αποζημίωσε... γλυκά.
Up: Η ζεστασιά του χώρου – σαν παρεΐστικο κουκούλι. Η μεγάλη ποικιλία σε γεύσεις. Down: Καλή η προσωπική έμπνευση στις συνταγές, αλλά δεν πετυχαίνει πάντοτε.