Ατμοσφαιρικό και σέξι, με διάκοσμο και φωτισμό που γλυκοχαϊδεύουν τις ορμές στις οποίες παραπέμπει το όνομά του, το «Brutus Tavern» άναψε τα φώτα του μόλις πριν από μερικά 24ωρα για να εισάγει στο Κολωνάκι μια κρεατοφαγική εμπειρία comfort πολυτέλειας με υπογραφή αστέρων στην ούγια. Κι όταν μιλάμε για αστέρια, δεν εννοούμε μόνο την τριανδρία Γιώργου Μελισσάρη, Γιάννη Μωράκη και Γιώργου Κανελλόπουλου που, είτε εν χορώ είτε μεμονωμένα, βρίσκεται πίσω από μερικά εκ των πιο fashionable προτάσεων φαγητού της πόλης (βλ. «Spit Jack», «Nikkei», «Cash» κ.ά.), αλλά και τον πολυβραβευμένο σεφ Μιχάλη Νουρλόγλου που επιμελείται το μενού (με τον ταλαντούχο Στέφανο Ρίζο στην εκτέλεση), τον Μιχάλη Θεοδωράκη που υπογράφει την οινική πρόταση του νέου spot, και τον Στράτο Χιωτέλη που έχει χαρίσει το άγγιγμά του στη διακόσμηση.
Ο διάκοσμος είναι το πρώτο που σε αγκαλιάζει όταν μπαίνεις στον χώρο του «Brutus Tavern», με τη στενόμακρη σάλα του να δανείζεται λονδρέζικα και παριζιάνικα στοιχεία, που μπολιάζει με νεοϋορκέζικη gravitas, για να δημιουργήσει ένα αίσθημα κλειστής λέσχης, στην οποία τα μέλη της σέκτας του Κιούμπρικ από τα «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» θα ένιωθαν σα στο σπίτι τους. Μαύρο δέρμα, βαρύ βελούδο, χρυσές λεπτομέρειες (τις καρέκλες πιθανά να θελήσετε να τις πάρετε σπίτι σας) και μυστηριακός φωτισμός θέτουν το mood πριβέ πολυτέλειας, οι βαθιές ουλές στα γυαλιστερά πλακάκια του τοίχου συνθέτουν μια αφηγηματική ασάφεια που υποβάλει, και στο βάθος, η φωτισμένη ανοιχτή κουζίνα φέγγει σα το άντρο του θηρίου που ετοιμάζεται να χαράξει η μπριγάδα του Νουρλόγλου, για να σερβίρει τα prime κομμάτια του σε τραπέζια άψογα στρωμένα, με τα α λά Αλεξάντερ ΜακΚουήν πιάτα να λαμπιρίζουν στο φως των μαύρων κεριών.
Το επισκεφτήκαμε στη μόλις δεύτερη μέρα λειτουργίας του (το «Brutus Tavern» έκανε soft opening τη Δευτέρα 1 Νοεμβρίου), κι έτσι είχαμε την ευκαιρία όχι μόνο να απολαύσουμε όλο το χώρο και την ομάδα σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, αλλά και να δούμε εν εξελίξει το σχέδιο της πολύ ενδιαφέρουσας πρότασής του. Η κάβα, για παράδειγμα, θα αποτελέσει μια από τις αιχμές του «Brutus Tavern», με πυρήνα της τον ελληνικό και τον νεοκοσμίτικο αμπελώνα (συν κάποιες πολύ premium επιλογές από τη Γαλλία), ενώ οι κοπές του, εκτός από τους πορτογαλικούς πρώην γαλακτοπαραγωγικούς μόσχους - αντίστοιχους των βάσκικων txuleta, που αποτελούν αιχμή των κρεατοφαγικών trends αυτή τη στιγμή, συμπεριλαμβάνουν εκλεκτά κομμάτια όπως το cowboy steak από νεοζηλανδέζικο Black Angus, τα rib eye από δανέζικο Holstein, αλλά και λαχταριστά kagoshima wagyu, με marbling που θα μπορούσε να εκτίθεται και σε βιτρίνα.
Απολαυστική ήταν δε η περιπλάνηση στις μπόλικες προχωρημένες comfort προτάσεις κρεατοφαγικού τσιμπολογήματος του μενού, τις οποίες η ομάδα του Στέφανου Ρίζου διαχειρίζεται με άνεση. Το μοσχαρίσιο ταρτάρ ξεχωρίζει για το απολαυστικό του δάγκωμα και κερδίζει βελούδινη υφή κι οξύτητα χάρη στην κρέμα χρένου που το συνοδεύει, ενώ η «πίτα» με μοσχαρίσια ουρά, μανιτάρια και μπεσαμέλ από τυρί Comte, έτσι όπως έρχεται σκεπασμένη από φύλλο τάρτας, είναι ένα χάρμα στρογγυλών υφών, γεύσεων κι αρωμάτων. Μεγάλη ζημιά είναι τα αφράτα slider burgers σε mini brioche, με τον άριστα ψημένο, βαθιάς νοστιμιάς κιμά από dry aged ελληνικό μοσχάρι, ενώ ντελικάτη λιχουδιά είναι και το μεδούλι, που ταιριάζει χάρμα με τη βοτανική δροσιά που φέρνει η κρέμα μαϊντανού και το γειωμένη βαρύτητα που προσδίδει το καψαλισμένο κρεμμυδάκι, αν και εδώ το κράκερ πάνω στο οποίο σερβίρονται, με τη γευστική του φλυαρία απειλεί να σκεπάσει τους πρωταγωνιστές.
Σε ένα μενού σχεδόν απόλυτα κρεατοφαγικό (η σαλάτα μανιταριών με τρουφάτο πεκορίνο, η burrata με κονσομέ κόκκινων φρούτων και η πράσινη σαλάτα με wakame και καβούρι είναι οι μόνες vegetarian στάσεις της κάρτας), το παρφέ bitter σοκολάτας με αλμυρή καραμέλα αρωματισμένη με μπέικον, αν και πιάτο πλούσιο σε γεύσεις και υφές, ίσως να είναι μια βαριά επιλογή για κλείσιμο. Αν θέλετε να κινηθείτε προς κάτι πιο ανάλαφρο, λοιπόν, κατευθυνθείτε προς το καμένο cheesecake, με το καψάλισμα της κρούστας του και την λεπτή οξύτητα της αφράτης σάρκας του, να δίνουν ιδανικό φινάλε.