
Το φοβερό νεοκλασικό του Μεταξουργείου ανεβαίνει γευστικά με το ασανσέρ της ελληνικής κουζίνας. Ασανσέρ λόγω της εμφανούς μοντερνιτέ – αλλιώς, πιθανότατα, θα προτιμούσε τις παραδοσιακές… σκάλες.

Tην πρώτη φορά που πέρασα το κατώφλι του, εντυπωσιάστηκα για στιλιστικούς λόγους. Το «εξπρεσιονιστικό» ντεκόρ που δένει ετεροειδή (χρονικά και αισθητικά) στοιχεία έχεις την αίσθηση ότι είναι εν εξελίξει, ότι δεν μένει στατικό. Η κουζίνα, πάλι, ομολογώ ότι με κέρδισε για πρώτη φορά τώρα, στην καινούργια φάση της. Γιατί ανήκει σε μια νεοεμφανιζόμενη κατηγορία που, χωρίς να παρεκκλίνει από την χαλαρότητα και την απλότητα των γεύσεων ενός bar-restaurant, τις «διαποτίζει» με δημιουργικές όψεις ελληνικότητας. Προφανώς, το εντυπωσιακό του χώρου παραμένει – από το ατμοσφαιρικό αίθριο που χαζεύει μια πλακόστρωτη αυλή φωτισμένη σαν σκηνικό, ως την καινούργια, αλά Fornasetti, ταπετσαρία, τα λευκά αγάλματα σε νεοϋορκέζικο ασπρόμαυρο φόντο και την κομψότατη μπεζ σάλα με ροτόντες του πάνω ορόφου. Θέλω όμως να σταθώ στη γεύση – εσείς, πάλι, (εγκατα)σταθείτε όπου σας κάνει κλικ.
Μετά από σούπα κουπάτη με καρότο για καλωσόρισμα, τζίντζερ και λάδι άνηθου, που εκτός από ότι σε βάζει σε ζεστό κλίμα, σε προϊδεάζει για τις προθέσεις του νέου σεφ Ισίδωρου Περδικούρη, δοκίμασα αφράτους κολοκυθολουκουμάδες, που αλμυροδροσίζονται με μους φέτας, και ρουστίκ γίγαντες φούρνου με σαλάμι Λευκάδας – 100% χειμωνιάτικη συνταγή. Ακολούθησε μια ωραία σαλάτα με λάχανο, καρότο, σύγκλινο και σέλερι, με dressing από σταφίδα και ρούμι και μια πιο «δυνατή» τούρτα μελιτζάνας γεμιστή με πλιγούρι, με κρούστα γιαουρτιού και βιντεγκρέτ ντομάτας. Τα κυρίως ήταν ανάλαφρα: απλό και νόστιμο κοτόπουλο στη σχάρα, με καραμέλα ούζου για λίγη ένταση κι έναν γεμάτο πουρέ σελινόριζας, και ζουμερό μυλοκόπι σε βελουτέ ψαριού και πράσινης ελιάς, με αέρινες παπαρδέλες καρότου και κολοκυθιού. Τα γλυκά ήταν λιγότερο ντελικάτα, πλην όμως τόσο το μπανόφι όσο και η λεπτή τάρτα με μους από gianduja ήταν αρκετά ευχάριστα. Άριστα, ελπίζω (;) την επόμενη φορά…