
Υπάρχει μια στιγμή στο (ελληνικό αλλά και όποιο) τραπέζι που όλοι έχουμε ζήσει και σίγουρα αξίζει κάθε, μα κάθε στιγμή. 'Άλλοτε στην αφετηρία ενός γεύματος, άλλοτε λίγο πριν σηκωθείς, αφού έχεις πει "χόρτασα". Μπορεί και να ισχύει το τελευταίο. Αλλά έχει μείνει αυτή η θεϊκή σάλτσα στον πάτο του πιάτου ή εκείνο το ζουμί με λάδι στα 'βαθιά' της σαλάτας. Είναι εκεί, σε τραβά και ενίοτε σε προκαλεί. "Φίλαθλοι, μην αντιδράτε στις προκλήσεις τους, μην κάνετε βουτιά με το ψωμί εντός" λέει το αγγελάκι στη μία πλευρά του κεφαλιού, ακριβώς όπως στα καρτούν. "Μπαίνουμε, τώρα βουτάμε" απαντά το διαβολάκι από την άλλη. Σηκώνεις το βλέμμα, παίρνεις ανάσες για να το παίξεις από χαλαρός έως κυριλέ. Μπαμ! Η απόφαση έχει ληφθεί. Κόβεις ένα κομμάτι ψωμί, το κρατάς με τα τρία δάχτυλα ή το καρφώνεις στην άκρη του πιρουνιού και βουτάς. Αποφασιστικά, θαρραλέα. Κάνεις (την) παπάρα.
Fare la scarpetta που θα έλεγαν και οι μάστορες της νοστιμιάς, οι Ιταλοί. Ναι, φίλε μου. Δεν είσαι μόνος. Όλοι το κάνουμε. Καιρός να το παραδεχτούμε: η παπάρα δεν είναι απλά μια 'παρα-γαστρονομική' κίνηση. Είναι ιεροτελεστία, είναι δήλωση, είναι τέχνη.
Στην Ιταλία, όπως προείπαμε, το λένε 'fare la scarpetta' – δηλαδή 'κάνω το παπουτσάκι' – και είναι τόσο διαδεδομένος όρος που μπήκε μέχρι και στο λεξικό Treccani. Που σημαίνει, όσο να 'ναι, κάτι. Ο ορισμός; "Η πράξη του να μαζεύεις τη σάλτσα από το πιάτο με ένα κομμάτι ψωμί, στο πιρούνι ή στο χέρι". Μπράβο παιδιά, καλά τα λέτε. Αλλά εδώ στην Ελλάδα το λέμε αλλιώς: Παπάρα. Χωρίς φιοριτούρες, χωρίς ντροπές.
Από το κοκκινιστό μέχρι το αυγολέμονο, και από το μπουγιουρντί μέχρι το τελευταίο λάδι στη χωριάτικη – το ψωμί είναι εργαλείο και όπλο μαζί. Μαζεύει, σκουπίζει, φέρνει στο στόμα το τέλος μιας ιστορίας με ένα φινάλε εμβληματικό.
Αγένεια; Μπορεί και όχι
Κάποιοι θα το χαρακτηρίσουν αντιαισθητικό, ρουστίκ, άκομψο, αγενές. "Όχι για δημόσια χρήση". Ίσως γιατί δεν έχουν δοκιμάσει να το κάνουν πρόσφατα. Γιατί αν είχαν, θα καταλάβαιναν: Η παπάρα είναι ανάγκη, όχι επιλογή.
Ορισμένοι ετυμολόγοι το συνδέουν με φτώχεια – "scarsetta" λένε στη Μπότα, είναι η ανάγκη να καθαρίσεις το πιάτο μέχρι τέλους. Εδώ όμως; Εδώ είναι περηφάνια. Είναι μαγκιά (και όχι αυτοταπείνωση). Είναι η στιγμή που το τραπέζι σωπαίνει και όλοι κοιτούν με σεβασμό τον έναν που τόλμησε να "βουτήξει". Η παπάρα στο σήμερα και στα υψηλότερα κλιμάκια της γεύσης; Πολλοί σεφ, ακόμη και βραβευμένοι, πλέον την αγκαλιάζουν. Σου φέρνουν επίτηδες πιάτα με σάλτσες που φωνάζουν για ψωμί.
Το φαγητό είναι χαρά, είναι και κοινή εμπειρία. Κι αν δεν έχεις κάνει παπάρα… κάτι έχεις χάσει.
Ακολούθησε το Αθηνόραμα στο Facebook και το Instagram.