Ηταν μια από τις πιο ζεστές βραδιές του Σεπτεμβρίου εκείνη που επισκεφθήκαμε το «Ελαίας Γη», και η δροσιά της Πολιτείας ήταν από μόνη της μια όαση. Ακόμη πιο ωραίο, όμως, ήταν το κλίμα που έφτιαχνε το ίδιο το εστιατόριο, καθώς μας αγκάλιαζε με την ατμόσφαιρά του: ένας στενός και κάπως δαιδαλώδης διάδρομος δείχνει το δρόμο προς την πετρόχτιστη είσοδο, με βραβεία, ντοκουμέντα και ρεπορτάζ να απλώνουν μπρος στον επισκέπτη την ιστορία του, ενώ δίπλα ακριβώς, άνετη και ρομαντική, η κύρια σάλα ισορροπεί ανάμεσα στην παράδοση ενός εστιατορίου που βαδίζει πια στη δεύτερη δεκαετία της ζωής του και στη μοντέρνα οπτική που το κρατά επίκαιρο όλα αυτά τα χρόνια.
Η σάλα δεν είναι ακόμη «στην εποχή της», βέβαια, αφού το κλου του εστιατορίου, όσο κρατά ο καιρός, είναι η μαγευτική βεράντα του. Αρκετά μεγάλη ώστε να την περάσεις για πλατεία χωριού, κομπλέ με τα αφράτα δέντρα και το σιντριβάνι της στη μέση, αλλά και μ’ ένα απολαυστικό πανόραμα σε ολόκληρη την Αθήνα, λειτουργεί ως ορεκτικό από μόνη της για τους θαμώνες, που με τη σειρά τους την προικίζουν με αίσθηση κινηματογραφική. Από κομψά νεαρά ζευγάρια σε ρομαντικό ραντεβού μέχρι οικογενειακά τραπέζια με γιορτινή αφορμή ή παρέες που έφεραν εδώ τους ξένους φίλους τους για γνωριμία με τις ελληνικές γεύσεις, όλοι τους δημιουργούν μια συναστρία ολότελα αρμονική με την κουζίνα του «Ελαίας Γη», που βρίσκει το σημείο τομής της ελληνικής παράδοσης με μια κομψότητα ελαφρώς «κομιλφό», και το σερβίρει στο πιάτο.
Ρετρό αύρα με στοιχεία κουλέρ λοκάλ φέρνει στο τραπέζι, για παράδειγμα, η μελιτζανοσαλάτα που παρασκευάζεται «επιτόπου» από το ζεστό, αλλά διακριτικό και άκρως αποτελεσματικό σέρβις, ενώ φλόγες από φλαμπέ παρουσιάσεις διατηρούν ζωντανό το μίτο με εστιατορικές εποχές πατιναρισμένες από νοσταλγία. Υλικά πιο à la mode, όπως τα μοσχαρίσια μάγουλα, που έρχονται ξαπλωμένα σε έναν αφράτο πουρέ από μελιτζάνα, φέρουν μια γλυκιά μαμαδίστικη αθωότητα στη σάλτσα τους, ενώ οι πίτες της ημέρας (με κολοκύθι και τυρί αυτή που δοκιμάσαμε εμείς) έχουν τη ζουμερή τους γέμιση φυλακισμένη σε φύλλο κρουστό και παχουλό, προικισμένο με την άκρως ορεκτική μυρωδιά του ξυλόφουρνου.
Η κρεατοφαγία είναι πάντως ένα ισχυρό χαρτί εδώ, με το διάφραγμα να έρχεται χυμώδες και γευστικό, υπονοώντας ιδιαίτερη έφεση της κουζίνας στα ψητά – την αίσθηση αυτή υπογραμμίζουν άλλωστε και πιάτα με λιγότερο σαφή γευστική αιχμή, όπως λόγου χάρη ο μερακλίδικος καπνιστός γύρος, που όσα κι αν έχουν πάει στραβά με την άτονη σάλτσα μετσοβόνε, τα επανορθώνει με την ποιοτική, καλοδιαχειρισμένη πρώτη ύλη, που πάντα αποτελούσε σταθερά σ’ αυτό το ιστορικό πια εστιατόριο.