
Πώς μια χαλαρή επιθυμία για την απόκτηση παιδού γίνεται αυτοκαταστροφική εμμονή; Αυτό το ερώτημα συνοψίζει το έργο του Σάιμον Στόουν, που αποτελεί μια σύγχρονη μεταγραφή του ομώνυμου δράματος του Λόρκα. Εδώ το ζευγάρι που μένει άτεκνο (Εκείνη και ο Τζον) ζει σε μια σύγχρονη μητρόπολη, είναι (ή δείχνουν;) μοντέρνοι, προοδευτικοί, σεξουαλικά απελευθερωμένοι· η συζήτηση για το παιδί φαίνεται να προκύπτει τυχαία, μια που το καινούργιο τους διαμέρισμα έχει αρκετά υπνοδωμάτια για ένα ή και για δύο παιδιά. Αλλά οι μήνες περνούν και γίνονται χρόνια και η ηρωίδα που γνωρίσαμε στα τριάντα πέντε έχει φτάσει τα σαράντα πέντε, και η επιθυμία γιγαντώνεται και γίνεται σαράκι και εμμονή που την κατατρώει, και μαζί διαβρώνει τη δουλειά της, τη σχέση της, τα λογικά της.

Το έργο με το οποίο μας συστήνεται ο τριανταοχτάχρονος Αυστραλός συγγραφέας έχει πολύ ενδιαφέρουσα θεματική και θίγει ένα υπαρκτό και επώδυνο ζήτημα (και μαζί καταστάσεις και συναισθήματα), χωρίς να το ωραιοποιεί. Βέβαια, το γεγονός ότι ο Στόουν δημιουργεί ήρωες που ο καθένας τους "εκπροσωπεί" μια διαφορετική στάση ζωής, μοιάζει βεβιασμένο: η αδερφή Εκείνης συλλαμβάνει παιδιά με τρομερή ευκολία, κάτι που κάνει την πρωταγωνίστρια να βιώνει "ανεπίτρεπτα" συναισθήματα φθόνου, η μητέρα της, αντιθέτως, που υπήρξε μία από τις πρώτες φεμινίστριες, είναι παθιασμένη περισσότερο με τα μαθήματά της στο πανεπιστήμιο παρά με τις κόρες και τα εγγόνια της, ο σύζυγός της ναι μεν θέλει παιδιά αλλά είναι συνεχώς απών σε επαγγελματικά ταξίδια, ούτε της συμπαραστέκεται ουσιαστικά. Με αυτόν τον τρόπο πάντως, ο Στόουν δημιουργεί έναν κλοιό που τονίζει ακόμη περισσότερο τη συναισθηματική και υπαρξιακή μοναξιά της ηρωίδας.

Αυτό το έργο που κυρίως αφορά μια γυναίκα που βυθίζεται στα πιο βαθιά σκοτάδια, και οι γύρω της δεν μπορούν –ή ίσως δεν θέλουν– να τη βοηθήσουν σκηνοθέτησε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στηριζόμενος στη δυναμική του θέματος· η παράσταση φωτίζει τους ήρωες, όμως δεν εστιάζει τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις. Σαν κάτι να στέκεται μεταξύ σκηνής και πλατείας που τις αποξενώνει· ίσως η αγγλική ταυτότητα του έργου που γίνεται φανερή σε κάποιες μεταφραστικές αστοχίες ή στο σκηνικό (Ευαγγελία Θεριανού), το οποίο, ενώ καταφέρνει –παρά την αφαιρετικότητά του– να αποδώσει το μοντέρνο λοφτ μιας μητρόπολης, δείχνει πολύ "ξένο".

Ο θίασος χρειάζεται κάποιο χρόνο για να αποκτήσει την πολυπόθητη επικοινωνία, ιδίως ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης και η Μαρία Κίτσου στους κεντρικούς ρόλους. Ο πρώτος, αποδεδειγμένα ικανότατος ηθοποιός, εδώ δεν πείθει τόσο στο ρόλο ενός γιάπη. Ωραίο όλο το καστ (η Ασπασία Κράλλη ως μητέρα, η Τατιάνα-Άννα Πίττα ως αδερφή, καθώς και οι Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης και Μαριάννα-Ζωή Μαριγώνη, στους ρόλους του πρώην συντρόφου και της νεαρής συναδέρφου Εκείνης), όμως η Μαρία Κίτσου είναι που παίρνει πάνω της την παράσταση και τον συναισθηματικά δύσκολο ρόλο μιας γυναίκας που βιώνει μια αβάσταχτη μοναξιά.
Περισσότερες πληροφορίες
Γέρμα
Στη σύγχρονη αυτή διασκευή του ομώνυμου έργου του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα συναντάμε τους ήρωες στο σήμερα, επαγγελματικά επιτυχημένους και πολλά υποσχόμενους. Η γυναίκα είναι δημοσιογράφος και μπλόγκερ με μεγάλο αριθμό ακολούθων, ο άντρας της πετυχημένος επιχειρηματίας. Ο κόσμος τους δοκιμάζεται και διαλύεται λόγω της ατεκνίας. Η σχέση του ζευγαριού φθείρεται σταδιακά, ενώ παρακολουθούμε την εμμονή της ηρωίδας να αποκτήσει παιδί, τις εξωσωματικές να αποτυγχάνουν διαρκώς και τον σύζυγο να αδυνατεί να παρακολουθήσει τον αδιέξοδο αυτόν αγώνα. Στο σημερινό Λονδίνο, η ηρωίδα του Σάιμον Στόουν εσωτερικεύει την εμμονή της μητρότητας σε σύγκρουση με το περιβάλλον της, σε σημείο να καταστρέψει την ψυχική υγεία, την καριέρα, τη ζωή της.