Πιστή στους προγραμματικούς της στόχους –εξαγγέλλονται, άλλωστε, από την ίδια επί σκηνής–, η Πατεράκη καταθέτει μια παράσταση-εργαστήριο. Η ταινία του Τρίερ γίνεται θέατρο εμμονικό, διχαστικό, εξαντλητικό, ριζοσπαστικό, απελευθερωτικό κι απροσμέτρητα διαφωτιστικό.
Στο «Δόγμα ’95» του Λαρς φον Τρίερ και των ομοτέχνων του, η Ρ. Πατεράκη προτάσσει το δικό της. Το διακηρύσσει, μάλιστα, ενώπιον του κοινού: «Να είσαι εσύ. Να μην υποδύεσαι τον άλλον. Να είσαι ο άλλος / Η Τέχνη να είναι ένα πείραμα. Ένα αγχωτικό πείραμα. Ένα θρασύ πείραμα. / Η παράσταση να είναι θεομίσητη και να τη λατρεύουμε. / Να προσπαθήσουμε να μείνουμε στη μνήμη του κοινού τουλάχιστον για τρεις ημέρες. / Να πολεμήσουμε για έναν απρόβλεπτο, συνταρακτικό ρεαλισμό που μας εξουθενώνει. Να προτάξουμε τη Magna Carta του Σύγχρονου Ρεαλισμού». Απεκδύεται έτσι η σκηνοθέτις την «τέλεια ομορφιά» και, στη θέση της, ορθώνει, μνημειοποιώντας το, το εργαστήριο, το έργο-εν-εξελίξει, το πείραμα. Ίσως γιατί τα έργα, οι ερμηνείες και οι κρίσεις μας πειράματα είναι, εφήμερες, αμφίβολες και ατελείς συνθήκες – όπως, εξάλλου, και η ύπαρξή μας.
Ασπαζόμενη το επιμελώς ατημέλητο, η Πατεράκη αφήνει σε κοινή θέα τις σιδεριές και τους ξεβαμμένους τοίχους του θεάτρου που μέχρι πρότινος λειτουργούσε σαν μπουζουξίδικο (σκην.-κοστ.: Άγγ. Μέντης). Αισθητικοποιώντας τη σύμβαση της ανοιχτής πρόβας, καθίζει σε έδρανα τον 16μελή θίασο αλλά και τον εαυτό της – με το τσάι και τις σημειώσεις της εκεί. Εγκαλεί τη βάσανο του ηθοποιού και του θεατή υιοθετώντας εξαντλητικούς χρόνους, παθητικούς ρυθμούς, υποτονικές σιωπές. Διατηρεί το σάουντρακ της ταινίας, αλλά πειράζοντάς το (ηχητ. σύνθ.: Γ. Πούλιος). Στήνει ψεύτικες τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ της ιδίας και του Τρίερ. Αποδιώχνει –με λανθάνοντα μπρεχτικό τρόπο– τον υφέρποντα ρομαντισμό, το μελοδραματισμό και τη μεταφυσική της ταινίας αποζητώντας έναν αντι-ψευδαισθησιακό κώδικα ρεαλισμού που να καθιστά την αληθινή και τη σκηνική ζωή εξίσου ισχυρές πραγματικότητες. «Σερβίρει» έτσι στους θεατές γυμνή σάρκα, αληθοφανείς πεολειχίες και εμετούς και στήνει επιτηδευμένα tableaux vivants-αναφορά στη φιλμογραφία του Τρίερ και την Ιστορία της Τέχνης, αλλά ανοίγει κι ένα «παράθυρο» στον κόσμο – συγκεκριμένα, στην οδό Φειδίου.
«Μεταμορφώσου, Μπες, από ένα κοριτσάκι φρόνιμο σε παρωδία πόρνης», προστάζει, κάποια στιγμή η σκηνοθέτις την –ιδανική για τον ομώνυμο ρόλο– ηθοποιό Ιωάννα Τσιριγκούλη, προδίδοντας το πώς βλέπει η ίδια την ταινία «Δαμάζοντας τα κύματα» (1996): σαν μια προσομοίωση βιβλικής παραβολής σε συνθήκες παρωδίας δίκης και, ταυτόχρονα, οντολογικής τραγωδίας. Θυμίζω την υπόθεση: η Μπες, το «διαφορετικό» αυτό μέλος μιας περίκλειστης κοινότητας Σκoτσέζων καλβινιστών, ακολουθεί την προτροπή του ανάπηρου συζύγου της και συνευρίσκεται ερωτικά με άλλους άνδρες. Η Πατεράκη, διατηρώντας ανέπαφη την αφήγηση, μας πηγαίνει πέρα από το σινεμά και το θέατρο, νοηματοδοτώντας εκ νέου τα σύνθετα όσο και αμφίσημα ηθικά, φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα του Τρίερ περί πίστης, αγάπης, καλοσύνης, ελεύθερης βούλησης, νόμων, θυσίας και τέχνης. Ο 16μελής θίασος, με προεξάρχοντες τους Ι. Τσιριγκούλη (Μπες), Άκη Σακελλαρίου (Γιαν), Παρθ. Μπουζούρη (Ντόντο) και Γ. Βογιατζή (Μίνιστερ), ασπάζεται το διεστραμμένα γοητευτικό αυτό όραμα με την προσήλωση του εργάτη της σκηνής.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΝΕΟ ΡΕΞ Πανεπιστημίου 48. 2103301881. Διάρκεια: 150΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Δαμάζοντας τα κύματα
Το σημαντικό θεατρικό έργο του μεγάλου Δανού σκηνοθέτη, που έγινε γνωστό μέσα από την κινηματογραφική μεταφορά του, εκθειάζει την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία στο όνομα της απόλυτης αγάπης.