Αξίζει να δείτε το σπουδαίο έργο, που προειδοποιεί ότι όσοι δεν μαθαίνουν από την Ιστορία είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν, κι ας το κρατάει η σκηνοθεσία στο μίνιμουμ των δυνατοτήτων του.
Οταν ο Χόρβατ έγραφε τις «Ιστορίες» στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Χίτλερ δεν είχε αναλάβει ακόμη την εξουσία στη Γερμανία. Το ζοφερό κλίμα της περιόδου, όμως, η οποία μαστιζόταν από την οικονομική ύφεση και την κοινωνική εξαθλίωση, δεν ξέφυγε από το διορατικό βλέμμα του Αυστρο-ουγγαρέζου συγγραφέα. Το έργο δανείζεται τον τίτλο του από το ομώνυμο βαλς του Γιόχαν Στράους και, όπως αυτό, στρέφει την προσοχή του στους λαϊκούς ανθρώπους που κινούνταν στο περιθώριο του «αυτοκρατορικού μεγαλείου» της Αυστρίας. Τα πρόσωπα είναι φτωχοί βιοπαλαιστές, επιρρεπείς σε ηθικές και οικονομικές ατασθαλίες και εν δυνάμει ή έμπρακτοι υποστηρικτές του εθνικοσοσιαλισμού που φαντάζει ως ιδανική λύση για την ανάκαμψή τους.
Ο Χόρβατ εκμεταλλεύεται τη δύναμη που μπορεί να έχει μια ερωτική ιστορία –αυτή της νεαρής, κάπως αφελούς, Μαριάνε που βρίσκει τη δύναμη να απαρνηθεί τον αρραβώνα της για να ακολουθήσει τον έρωτα, που όμως θα έχει δραματική κατάληξη– και ακολουθεί τη φόρμα της λαϊκής παραβολής αντί να επιλέξει μιαν άλλου τύπου δραματουργία· έτσι, καταφέρνει να απευθυνθεί με αμεσότητα και σαφήνεια στους θεατές.
Η αμεσότητα του έργου περνάει και στην παράσταση που σκηνοθετεί η Μαριάννα Κάλμπαρη, έχοντας ως σύμμαχο την εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, που αποτυπώνει πολύ επιτυχημένα στα ελληνικά τη γεμάτη λάθη γλώσσα των ηρώων. Ο θεατής δεν μπορεί παρά να απολαύσει αυτό το σπουδαίο έργο, να στοχαστεί πάνω στην οξυδερκή πολιτική του θέση και να θαυμάσει τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας έκανε αυτήν τη θέση θέατρο. Η σκηνοθεσία, όμως, δεν κατορθώνει κάτι παραπάνω. Σκιαγραφεί τους ήρωες μάλλον τυποποιημένα, κάτι που έχει το ανάλογο αποτέλεσμα στις ερμηνείες των περισσότερων ηθοποιών, αν και αυτοί δεν υπολείπονται σε ικανότητες (Νίκος Χατζόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θόδωρος Γράμψας, Σμαράγδα Σμυρναίου κ.ά.).
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου ξεχωρίζει στο ρόλο της Μαριάνε, καθώς επιδεικνύει ουσιαστική εκφραστική γκάμα κι αποτυπώνει σε όλη της την πληρότητα την ψυχοσύνθεση ενός εύθραυστου πλάσματος. Δεν περνάει, ωστόσο, απαρατήρητο ότι ο ρόλος αφορά ένα κορίτσι που βρίσκεται στην πρώτη νιότη του και όχι μια ώριμη –όπως η ηθοποιός– γυναίκα. Στη διανομή παρατηρούνται κι άλλες ηλικιακές δυσαναλογίες, ίσως και λόγω του ότι το ανέβασμα της παράστασης σύρθηκε επί δύο χρόνια. Τα βιενέζικα βαλς που παίζονται ζωντανά στο πιάνο λειτουργούν ως ειρωνική αντιπαραβολή της ωραιοποιημένης εικόνας της Αυστρίας με την πραγματικότητα του έργου, αλλά τα «μπρεχτικά» στοιχεία –π.χ. η διατύπωση των σκηνικών οδηγιών από μικροφώνου– δεν προσθέτουν κάτι ιδιαίτερο. Τα σκηνικά (Χριστίνα Κάλμπαρη) περιορίζονται σε μερικούς ξύλινους πάγκους κι έρχονται να επιβεβαιώσουν την αναγκαστική σκηνική λιτότητα της πλειονότητας των παραστάσεων η οποία θα πρέπει να απασχολήσει τους υπεύθυνους των επιχορηγήσεων.
ΤΕΧΝΗΣ «ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ» (Υπόγειο) Πεσμαζόγλου 5, κέντρο, 2103228706. Διάρκεια: 100΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης
Μια ανατομία της αυστριακής κοινωνίας στους ταραγμένους καιρούς της ανόδου του φασισμού, το 1931.