Ήδη από τον τίτλο μπορεί να υποψιαστεί κανείς πόσο προβοκατόρικο είναι αυτό το έργο. Όχι όμως πόσο ενδιαφέρον, σπλάτερ, και διεστραμμένα διδακτικό γίνεται.
"Θέλεις να το διαλύσουμε το μπουρδέλο;" Από τέτοιες εκφράσεις συντίθεται το κείμενο της Λένας Κιτσοπούλου. Βρισιές, κλισέ και κοινοτοπίες: από το ποιος είναι ο καλύτερος ταραμάς μέχρι την ξανθή κουπ του Χρ. Ξηρού και για το πώς κατεβάζεις ταινίες με u-torrent μέχρι την ψηφιακή ζυγαριά. Η λέξη "μαλάκας" λειτουργεί σαν leitmotiv σ’ αυτό το έργο-κατάλογο από τετριμμένες κουβέντες και ανούσιες θεματικές. Οι δυο ηθοποιοί φλυαρούν επί 80΄, καθισμένοι σε έναν καναπέ, μπροστά στα ανοιγμένα laptop τους, με μια κούπα καφέ στο πλάι. Μόνο που, ανά στιγμές, παθαίνουν αμόκ. Εντελώς ξαφνικά, δηλαδή, παρουσιάζουν συμπτώματα ψύχωσης, πανικού, σχιζοφρένειας, παράνοιας.
Ουρλιάζουν ή/και παραφέρονται, με την Κιτσοπούλου να μουγκανίζει, να αφρίζει και να ωρύεται ("Δεν μπορώ όλα αυτά τα ανούσια που λέμε!") και τον Κότσιφα, για ασήμαντη αφορμή, να κάνει μια φρενήρη επίθεση εναντίον της: "Θα σ’ το συνθλίψω το κρανίο να εκτονωθώ", δηλώνει. Κι αμέσως μετά, αιμόφυρτοι κι εξαντλημένοι, πέφτουν σε καταστολή, ηρεμούν και ξαναπιάνουν το κουβεντολόι. Επανέρχονται, δηλαδή, "στην ανουσιότητα του να ζεις"…
Μια μακάβρια κομεντί διαδραματίζεται, έτσι, ενώπιόν μας: μια γκροτέσκα, γκραν-γκινιόλ, αιματηρή εκδοχή τηλεοπτικής κωμωδίας, σαν παρωδία της τηλεοπτικής σειράς "Σ’ αγαπώ-μ’ αγαπάς" (2000-2002) με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου και τον Θοδωρή Αθερίδη. Όπως εκείνοι υποδύονταν ένα τυπικό αθηναϊκό ζευγάρι "της διπλανής πόρτας", με τους τσακωμούς, τις γλύκες και τις ανησυχίες τους, έτσι και εδώ, η Λένα και ο Γιάννης παίζουν (ομολογουμένως, απολαυστικά) δύο φίλους, "βαρεμένους" σαραντάρηδες του σήμερα. Μόνο που η δουλειά της Κιτσοπούλου είναι πολλά περισσότερα από μια μη πολιτικώς ορθή stand-up tragedy.
Σε μια απροσδόκητη αποστροφή, οι δυο ηθοποιοί απευθύνονται (και) σ’ εμάς, βρίζοντας ή, έστω, περιπαίζοντας το κοινό, σχολιάζοντας, ταυτόχρονα, την ίδια την κατασκευή της παράστασης. Τώρα γινόμαστε εμείς το θέαμα. Κι ό,τι συμβαίνει και λέγεται, λόγω της εμμονικής του διάρκειας και δομής, αποκτά μια διάσταση διδακτική ή, αν θέλετε, έως και αποτροπαϊκή. Ακούς τόση "βλακεία" επί σκηνής, ώστε σου φέρνει αποστροφή όταν αυτό συμβεί στην αληθινή ζωή.
Παρούσα στο σανίδι ως συγγραφέας, σκηνοθέτις και ηθοποιός, η Κιτσοπούλου μιλά με μια αυθεντικότητα που τσακίζει κόκαλα. Το κείμενό της, αν και γραμμένο από πριν, φαντάζει αυτοσχεδιαστικό. Είναι τόσο ζωντανό που θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να αλλάζει, σε σημεία, κάθε βράδυ.
Η αθυρόστομη και ψυχαναγκαστική "ποιητική" της λειτουργεί πάντως... ομοιοπαθητικά: δείτε το "χάλι" μας, την παθητικότητα, το "βόλεμα", τη μισαλλοδοξία και το ξόδεμα της ζωής. Ας σκεφτούμε αλλιώς, λοιπόν. Κι ας πράξουμε αλλιώς. Μπορούμε; Τέτοιες διερωτήσεις μάλλον επιδιώκει η Κιτσοπούλου, υιοθετώντας, ωστόσο, μια μονολιθική οπτική που αγνοεί τη συνθετότητα του υπάρχειν.
ΜΙΚΡΟ ΠΑΛΛΑΣ Αμερικής 2 (City Link), 2103210025. Διάρκεια: 80΄.