Με τους "Πέρσες", ο Δημήτρης Καραντζάς χρησιμοποιεί την αισχυλική τραγωδία ως πεδίο διαλόγου, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά και έμπρακτα τη δυναμική του αρχαίου δράματος να ανοίγει συζητήσεις, να προκαλεί και να επιδέχεται ερμηνείες. Ο διάλογος, μάλιστα, δεν διεξάγεται μόνο μεταξύ σκηνοθέτη και έργου, αλλά συμπεριλαμβάνει όλο το ανθρώπινο δυναμικό της παράστασης, δηλαδή και τους θεατές. Έτσι, αυτοί οι "Πέρσες" γίνονται μια κοινοτική εμπειρία όχι μόνο λόγω της συμμετοχικής θέασης, αλλά ως κοινωνικό γεγονός που εμπεριέχει και προϋποθέτει και το κοινό - και λειτουργούν εντέλει ως πολιτική πράξη, όπως πολιτική είναι η σκηνοθετική ανάγνωση του έργου, χωρίς να παραγνωρίζει το βαθύ θρηνητικό συναίσθημα που το διαπερνά.
Τυπικά, το κείμενο της παράστασης αποτελεί διασκευή, καθώς κάποια από τα χορικά έχουν αφαιρεθεί και αντικατασταθεί από αποσπάσματα νεότερων ποιημάτων· είναι ένας από τους δρόμους που επιλέγει ο σκηνοθέτης για να υπηρετήσει την οπτική του. Η αξιοποίηση δεκάδων ερασιτεχνών ερμηνευτών, που "γεννιούνται" μέσα από το κοίλο, σαν κομμάτι του κοινού, και κατεβαίνουν στην ορχήστρα για να πάρουν θέση στα δρώμενα, είναι ένας άλλος. Εκεί ενώνονται με τους ηθοποιούς, αναπαριστώντας όχι κυριολεκτικά το δράμα των ηττημένων στη Σαλαμίνα Περσών του 5ου π.Χ. αι., αλλά το δράμα ενός οποιουδήποτε λαού –σίγουρα και σημερινού, όπως δηλώνουν τα κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη)–, που έρχεται αντιμέτωπος με μια τεράστια συλλογική και προσωπική συντριβή, με την κατάρριψη της εικόνας των ηγετών του, με την –για πρώτη φορά– αμφισβήτηση της κραταιάς εξουσίας.
Η δράση απλώνεται από τις ψηλότερες κερκίδες μέχρι το βάθος πίσω από την ορχήστρα και επιδεικνύει τόσο πολιτικό όσο και ανθρωποκεντρικό προβληματισμό. Η φορτισμένη σκηνική ατμόσφαιρα, όπου κυριαρχούν οι ενοχλητικοί ήχοι και οι οξύτονες νότες, η κίνηση που αποτυπώνει τη συμπεριφορά μιας κοινότητας που, σπασμωδικά, προσπαθεί να συγκροτήσει μια νέα ταυτότητα (μουσική: Γιώργος Πούλιος, κίνηση: Τάσος Καραχάλιος), η ανάγνωση των προσώπων, όλα συνθέτουν το σώμα μιας κοινωνίας –ηγεσίας και λαού–, που βρίσκεται σε μια κομβική στιγμή που ίσως επιφέρει αλλαγές – ορθώς, ο σκηνοθέτης δεν αποσαφηνίζει τι αλλαγές και δη με διδακτισμό.
Σε αυτό το ολοκληρωμένο σύμπαν υπάρχουν πολλά σημεία υπεροχής: ο αντιπροσωπευτικός Χορός ανδρών και γυναικών κάθε ηλικίας, αντί των γερόντων του πρωτότυπου (Αλεξία Καλτσίκη, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης κ.ά.), ο συντετριμμένος Αγγελιαφόρος του Χρήστου Λούλη, η Άτοσσα της Ρένης Πιττακή, ειδικά στη σκηνή που μοιράζεται με τον Δαρείο του Γιώργου Γάλλου, η ατσαλάκωτη εμφάνιση του Μιχάλη Οικονόμου/Ξέρξη (σχόλιο για την, εντέλει, άτρωτη εξουσία;), αλλά και μερικές σκηνές μεγάλης συγκίνησης, όπως ο θρήνος για τους νεκρούς Πέρσες -αυτός ο μακρύς κατάλογος των ξένων σε μας ονομάτων, ηχεί, ίσως για πρώτη φορά ύστερα από τόσες παραστάσεις του έργου, συνταρακτικά-, ή το ερεθιστικού σκεπτικού ανοιχτό φινάλε, όταν ο λαός οδηγεί, αποπροσανατολισμένος, ψάχνοντας τα βήματά του αλλά και σαν απειλητικός κλοιός, τον Ξέρξη στο παλάτι…
Περισσότερες πληροφορίες
Πέρσες
Μέσα από τη ματιά του σκηνοθέτη, το αντιπολεμικό έργο που απηχεί ζητήματα ύπαρξης και συνύπαρξης, γίνεται κοινός τόπος για μια συνομιλία που φωτίζει εμμέσως τα πολλαπλά παγκόσμια αδιέξοδα του σήμερα, με τη συμμετοχή 40 πολιτών.