Από τις λίγες γυναίκες συγγραφείς της εποχής της, η Σόφι Τρέντγουελ κέρδισε με το "Μάκιναλ" (1928) μια θέση στο παγκόσμιο ρεπερτόριο, καθώς πειραματίστηκε με το συγγραφικό ύφος, υπογράφοντας ένα από τα ελάχιστα μοντερνιστικά, εξπρεσιονιστικά δείγματα του αμερικανικού δράματος, και παρέδωσε ένα δράμα με γυναικεία φωνή, εκθέτοντας τον κλοιό που περιορίζει τις γυναίκες σε προκαθορισμένους ρόλους. Δημοσιογράφος και συγγραφέας, εμπνεύστηκε το έργο από την πραγματική δίκη –την οποία κάλυψε δημοσιογραφικά– μιας σύγχρονής της γυναίκας που εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα, αφού καταδικάστηκε για τη δολοφονία του συζύγου της. Έτσι, στο "Μάκιναλ" παρακολουθούμε την ιστορία μιας νεαρής υπαλλήλου σε μια εταιρεία, που αποφασίζει να παντρευτεί τον προϊστάμενό της, με τον οποίο δεν είναι ερωτευμένη· αποδέχεται, παρ’ όλα αυτά, την πρότασή του, αφού αναγνωρίζει ότι ο ρόλος της συζύγου είναι αναπόφευκτος, για να ακολουθήσει αυτός της μητρότητας, μέχρι που μπαίνει στη ζωή της ο πραγματικός έρωτας, γεγονός που θα την παρακινήσει στο έγκλημα.
Παρά τη σημασία του, όμως, το "Μάκιναλ" δεν είναι ένα γοητευτικό έργο, ίσως εξαιτίας της μοντερνιστικής φόρμας, που του προσδίδει μια στεγνή, "ξύλινη" αίσθηση. Η συγγραφέας έχει δημιουργήσει ένα απρόσωπο, μηχανιστικό και τυποποιημένο δραματικό σύμπαν, που κατοικείται από πρόσωπα χωρίς ονόματα, με μόνο προσδιοριστικό την επαγγελματική ή κοινωνική τους ταυτότητα, προκειμένου να καταδείξει ευκρινέστερα την πάλη μιας γυναίκας που διψά για ελευθερία μέσα σε ένα βίαιο αλλά απολύτως αποδεκτό σύστημα. Η σκηνοθεσία της Ιούς Βουλγαράκη τονίζει αυτά τα στοιχεία, ακολουθώντας το συγγραφικό πνεύμα. Τοποθετεί τους ήρωες μέσα σε ένα γεωμετρικό σκηνικό με κλίμακες (που χρησιμοποιείται πολύ ωραία για τις ανάγκες της δράσης), ντυμένους αυστηρά με γκρι κοστούμια και ταγέρ (Μαγδαληνή Αυγερινού), χρησιμοποιεί την ομαδικότητα και την επαναληψιμότητα προς όφελος της σκηνικής ατμόσφαιρας και καθοδηγεί αρκετές ερμηνείες σε τεχνητή κενότητα συναισθήματος και έκφρασης.
Δημιουργεί έτσι ένα απανθρωποποιημένο περιβάλλον, ενώ έχει επέμβει και επί του κειμένου, προεκτείνοντάς το εμμέσως αλλά σαφώς και σε άλλες μορφές ψυχολογικής βίας στις οποίες υπόκεινται σήμερα οι γυναίκες, όμως δεν καταφέρνει να καλύψει την αδυναμία του διδακτισμού που το διακατέχει. Το "Μάκιναλ" επιτρέπει ελάχιστες χαραμάδες γνήσιου συναισθήματος και όταν αυτές προκύπτουν, όπως στη σκηνή της Νεαρής Γυναίκας (Δέσποινα Κούρτη) με τον Άνδρα (Κων/νος Γιαννακόπουλος), δικαιώνουν τη συγγραφική πρόθεση και τη ρεπερτοριακή επιλογή, ενώ συνολικά η παράσταση κερδίζει χάρη στους καλούς ηθοποιούς. Η Δέσποινα Κούρτη μεταδίδει με εσωτερικευμένο νεύρο την ασφυξία του ρόλου της, ο Αργύρης Ξάφης υποδύεται άνετα τον τεχνοκράτη Σύζυγο, όπως και η Μαρία Σαββίδου τη Μητέρα, που επιστρέφει στην κόρη της την πίεση που εισέπραξε η ίδια, ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Δημήτρης Γεωργιάδης, Εμμανουήλ Κοντός, Κατερίνα Νταλιάνη) υποστηρίζουν το εγχείρημα με τη συντονισμένη ομαδική τους παρουσία.
Περισσότερες πληροφορίες
Μάκιναλ
Μια συγκλονιστική δικαστική υπόθεση των αρχών του 20ού αιώνα ενέπνευσε το έργο του 1928, όπου μια γυναίκα ασφυκτιά υπό το βάρος των κοινωνικών επιταγών και οδηγείται στο έγκλημα.