Το έργο του Ρώσου δραματουργού, που κατεξοχήν μιλάει για την καλλιτεχνική δημιουργία, παίρνει σε αυτήν τη λιτή κι ευθύβολη παράσταση τη μορφή «μανιφέστου», εκφράζοντας την αγωνία όσων κάνουν θέατρο σήμερα.
Δεν είναι καθόλου σπάνιες οι απόπειρες ανεβάσματος κλασικών κειμένων σε μορφή κάποιου είδους πρόβας, και ειδικά του «Γλάρου», καθώς πρόκειται για το έργο στο οποίο ο Τσέχοφ ενστάλαξε τη χαρακτηριστική ευαισθησία του σε ήρωες με αναφορά στην τέχνη: σε συγγραφείς καταξιωμένους και πρωτοδοκιμαζόμενους (Τριγκόριν και Τρέπλιεφ), όπως και σε ηθοποιούς φτασμένες και φιλόδοξες (Αρκάντινα και Νίνα). Έτσι δεν προκαλεί εντύπωση που (και) ο Κωνσταντίνος Χατζής σκηνοθέτησε το έργο τοποθετώντας το στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικότητας και θεάτρου, αυτό όμως που τελικά καταφέρνει είναι ξεχωριστό: κάνει το έργο να μιλήσει για το τώρα της ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας, σαν να εξέφραζε το ίδιο τη συλλογική αγωνία των καλλιτεχνών μας, και μάλιστα χωρίς να προχωρήσει σε δραστικές δραματουργικές επεμβάσεις ή εξόφθαλμους εκσυγχρονισμούς.
Ίσως από το κείμενο τονίστηκαν περισσότερο τα σημεία που αναφέρονται στην τέχνη ή στις καλλιτεχνικές αγωνίες –και είναι πολλά–, όμως η τελική εντύπωση οφείλεται κυρίως σε άλλες σκηνοθετικές επιλογές. Για παράδειγμα στην ανάθεση του ρόλου της δεκαοχτάχρονης Νίνα στην εμφανώς μεγαλύτερη Τζίνα Θλιβέρη, που ερμηνεύει διόλου προσανατολισμένη στο ύφος μιας ενζενί, κάτι που λειτουργεί ως θαυμάσια νύξη του διαρκούς αγώνα του ηθοποιού για καταξίωση – ή στην ερμηνεία του Γιάννη Χαρτοδιπλωμένου, που υποδύεται τον Τριγκόριν με έμφαση στις ανασφάλειες και στο άγχος του συγγραφέα και όχι με τον αέρα του ήδη καταξιωμένου δημιουργού. Σίγουρα επίσης οφείλεται στην εξαιρετική ερμηνεία του Γιώργου Παπαπαύλου, που ως Τρέπλιεφ μετέδωσε όλη την παλλόμενη αγωνία του ήρωα για το παρόν και το μέλλον της τέχνης του θεάτρου.
Έπειτα η παράσταση, γυμνή όπως είναι, χωρίς σκηνικό και με ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, με τα φώτα συνεχώς αναμμένα, τους ηθοποιούς να παρακολουθούν τη δράση ανάμεσα στους θεατές, με κοστούμια «ανακατεμένα» μεν –άλλα με χαλαρές ρωσικές αναφορές και άλλα ουδέτερα–, πάντα όμως σε λιτές γραμμές (Βασιλική Σύρμα), βάζει το έργο στο επίκεντρο, γεγονός που βοηθάει ακόμη περισσότερο το στόχο της. Όμως αυτή η εξαιρετικά λιτή προσέγγιση στοιχίζει – σε θεατρικότητα, σε ποίηση, σε συναίσθημα. Ειδικά η ερωτική ιστορία μεταξύ του Τρέπλιεφ και της Νίνα μπαίνει σε δεύτερη μοίρα –ούτε αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά–, κάτι που, εκτός του ότι αδικεί το σύνολο του έργου, αφήνει μετέωρη την ίδια την κατάληξή του.
Η καθοδήγηση των ηθοποιών, έπειτα, δεν είναι ενιαία. Από τη μία είναι απολαυστικό να παρακολουθείς τον Θανάση Δήμου (Σόριν) ή τον Κλέωνα Γρηγοριάδη (Ντορν), καθώς με την απλή, μεστή παρουσία τους φέρνουν επί σκηνής τη ζεστασιά της γραφής του Τσέχοφ, άλλοι ρόλοι όμως δίνονται με διαφορετικό, σκληρότερο υποκριτικό ύφος (όπως της Μάσα από την Ηλέκτρα Νικολούζου) και άλλοι μαρτυρούν επιδερμικές, εξωστρεφείς προσεγγίσεις (όπως της Αρκάντινα της Ρουμπίνης Βασιλακοπούλου).
TΕΧΝΗΣ «ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ» - ΥΠΟΓΕΙΟ Πεσμαζόγλου 5, κέντρο, 2103228706. Διάρκεια: 120΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο γλάρος
Το πιο αυτοβιογραφικό έργο του Τσέχοφ περιστρέφεται γύρω από τη ζωή και το θέατρο, το νόημα της δημιουργίας και το αμφίρροπο του έρωτα.