Η Σοφία Αδαμίδου γράφει έναν αντιπολεμικό μονόλογο στηριγμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Ντάλτον Τράμπο και δίνει το υλικό στον Τάσο Ιορδανίδη για μια ερμηνεία-άθλος που καθηλώνει.
Ενας στρατιώτης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκεται στο νοσοκομείο με πλήρως ακρωτηριασμένα άκρα και πρόσωπο. Ένας άνθρωπος φυλακισμένος στο ίδιο του το σώμα, ανήμπορος να επικοινωνήσει, που διατηρεί όμως την πνευματική του διαύγεια, είναι καταδικασμένος σε μια ζωή που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ζωή. Αυτός είναι ο πυρήνας της νουβέλας του Τράμπο (1938), γνωστής κυρίως από την κινηματογραφική μεταφορά που σκηνοθέτησε ο ίδιος (1971).
Η ιδέα της Αδαμίδου να μεταφέρει την ιστορία σε μονολογική μορφή είναι εύστοχη, καθώς ούτως ή άλλως το δραματικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον ήρωα. Πρόκειται για μια επιλογή που δυσκολεύει το εγχείρημα, καθώς απογυμνώνει τη σκηνή από κάθε δράση, αφαιρεί τη φυσική παρουσία των υπόλοιπων προσώπων (γιατροί, νοσοκόμα, οικογένεια του Τζόνι) που συντρέχουν στην εξέλιξη της πλοκής και, κυρίως, εμπλουτίζουν τη συγκινησιακή ταυτότητα του πρωτοτύπου. Η θεατρική εκδοχή της Αδαμίδου εστιάζει αποκλειστικά στην εσωτερική φωνή του ήρωα και μέσω αυτής μεταφέρει στοιχεία από το περιβάλλον του. Ταυτοχρόνως ανοίγει το έργο στο χρόνο, ενσωματώνοντας αναφορές σε μεταγενέστερα του πρωτοτύπου, ακόμη και σύγχρονά μας, πολεμικά γεγονότα, σε μια απόπειρα να καταθέσει έναν διαχρονικό αντιπολεμικό λόγο.
Η συγγραφική απόπειρα σκοντάφτει ωστόσο στο ότι, σε σημεία, το κείμενο ακούγεται «στεγνό», ακόμη και κάπως διδακτικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει και στιγμές που επιδρούν έντονα. Δεν ευνοείται ίσως από το γεγονός ότι τα θέματα για τα οποία μιλάει –η φρίκη του πολέμου και οι πολιτικές που οδηγούν σε αυτήν– είναι πολύ μεγάλα για να εκφραστούν με τη γλώσσα που έχει επιλέξει η συγγραφέας.
Η παράσταση πάντως δικαιώνεται πλήρως σκηνοθετικά και, κυρίως, ερμηνευτικά και η άδεια σκηνή γεμίζει με ενέργεια. Η Θάλεια Ματίκα πήρε τη θαρραλέα απόφαση να μη μεταχειριστεί εξωτερικά μέσα που θα εμπλούτιζαν τη δράση και στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στον ηθοποιό της, καταφεύγοντας σε ελάχιστες παρεμβάσεις που δημιουργούν ατμόσφαιρα, δηλαδή λίγες προβολές και μουσική (Τάσος Σωτηράκης). Η εντυπωσιακή σκηνογραφική σύλληψη (Ηλένια Δουλαδίρη) γίνεται ένα με τον ηθοποιό και οι υπέροχοι φωτισμοί (Σάκης Μπιρμπίλης) συνεργάζονται άψογα με το σκηνικό, διευρύνοντας την ταυτότητά του.
Μέσα σε αυτό το εικαστικό πλαίσιο ο Τάσος Ιορδανίδης επιβάλλεται με μόνα εργαλεία το πρόσωπο και τη φωνή του, καθώς παραμένει ακίνητος σε όρθια στάση κατά το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης. Κάνοντας δικές του τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του ήρωα –τον τρόμο της συνειδητοποίησης, την απόγνωση, τη συναισθηματική τρυφερότητα στη σκέψη της γυναίκας του, το πείσμα να μην παραιτηθεί–, μέχρι το συγκλονιστικό, οργισμένο «κατηγορώ» με το οποίο κλείνει την παράσταση, γίνεται η εκκωφαντική φωνή ενός τραγικού ανθρώπου που δεν παύει, με όση ανάσα του έχει απομείνει, να φωνάζει άβολες αλήθειες προς τους ισχυρούς του κόσμου.
ALTERA PARS Μ. Αλεξάνδρου 123, Μεταξουργείο, 2103410011. Διάρκεια: 70΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του
Το σπουδαίο κείμενο του Τράμπο μεταφέρθηκε στη θεατρική σκηνή από τηνΣοφία Αδαμίδου σε έναν σπαρακτικό μονόλογο-καταγγελία στον πόλεμο και τη βία.