Να ένα καλό παράδειγμα του ότι η αναγνωρίσιμη σκηνοθετική σφραγίδα δεν αποβαίνει πάντα προς όφελος του αποτελέσματος. Κάτι δεν λειτουργεί στην πρόταση του Γιάννη Χουβαρδά πάνω στην πικρή μολιερική «κωμωδία», παρά τους αξιότατους συμμάχους που έχει σε κάθε τομέα της παράστασης.
Η ερμηνεία του έργου από τον Χουβαρδά κι ενδιαφέρουσα είναι, και απολύτως «νόμιμη»· αποτύπωσε έναν ψευτο-γκλαμουράτο κόσμο μέσα στον οποίο αναπτύσσονται οι δύο πόλοι του: ο σκεπτικιστής, «μελαγχολικός» Αλσέστ απέναντι σε έναν φαύλο κόσμο που αποτελείται από κενά, ματαιόδοξα ανθρωπάκια. Χώρος δράσης ένα πολυτελές σαλόνι διάστικτο από τα απομεινάρια ενός πάρτι (Εύα Μανιδάκη), όπου κινούνται, χορεύουν σπασμωδικά κι ενίοτε τραγουδούν οι χαρωποί, καλοντυμένοι (από την Ιωάννα Τσάμη) ήρωες· είναι σαφές ότι ο Αλσέστ δεν είναι ένας από αυτούς. Στον ρόλο ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, διακρίνεται από τους υπόλοιπους και μόνο από τη σωματική του παρουσία, ενώ είναι ωραίο που η ερμηνεία του έχει περισσότερο κάτι από την αθωότητα ενός (μεγάλου) παιδιού παρά από την αυτογνωσία ενός ενήλικου.
Η βασική μου αντίρρηση είναι αισθητικής και όχι ερμηνευτικής φύσης. Δύο θέματα εμποδίζουν, θεωρώ, την παράσταση να λειτουργήσει: η επιλογή της έμμετρης, ομοιοκατάληκτης μετάφρασης της Χρύσας Προκοπάκη και η σκηνική φλυαρία. Η κατά τα άλλα εξαιρετική μετάφραση δεν συναρμόζει με το ύφος της σκηνοθετικής γλώσσας και ακόμη κι αν δεχτούμε πως το παραξένισμα ήταν συνειδητή επιλογή του σκηνοθέτη, γεγονός παραμένει πως τελικά ζημιώνεται η επίδραση του κειμένου.
Έπειτα, η σκηνή κατακλύζεται από τόσες δράσεις που καταπίνουν την ουσία. Σε συνδυασμό με μια διάθεση από την πλευρά της σκηνοθεσίας να «ισοπεδώσει» κάποια πρόσωπα, η σύγχυση του θεατή εντείνεται. Για παράδειγμα, οι άντρες που αποτελούν το αντίπαλον δέος του Αλσέστ δεν ενδιαφέρουν τον σκηνοθέτη για την ιστορία, αλλά μόνο για τη γελοία συμπεριφορά τους. Πάντως, οι ηθοποιοί που τους υποδύονται είναι εξαιρετικοί: Δημήτρης Παπανικολάου (Ορόντ), Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Ακάστ), Λαέρτης Μαλκότσης (Κλιτάντρ), όπως και ο Χρήστος Λούλης, που ενσαρκώνει εξαίσια την αμφιταλαντευόμενη διάθεση του καλύτερου φίλου του Αλσέστ (Φιλέντ).
Η σκηνοθεσία εμφανίζεται πιο αναλυτική στην αποτύπωση των γυναικείων ρόλων. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά αυτόν της υπερφίαλης Σελιμέν, του μήλου της Έριδος στο έργο, στον οποίο η Άλκηστις Πουλοπούλου πραγματοποιεί την καλύτερη, θεωρώ, μέχρι τώρα ερμηνεία της. Με τις Έμιλυ Κολιανδρή (Αρσινόη) κι Έλενα Τοπαλίδου (Ελιάντ) σε εξίσου ωραίες ερμηνείες συμπληρώνεται το γυναικείο τρίπτυχο. Συνολικά ο Χουβαρδάς φαίνεται να στηρίχτηκε ιδιαίτερα στη σωματική γλώσσα των ηθοποιών –χαρακτηριστικό το πώς «γράφει» ο Γιάννης Βογιατζής στον επί της ουσίας βωβό ρόλο του–, όμως ένα «ξεσκόνισμα» της παράστασης ώστε να ακουστεί το κείμενο και να επιδράσουν καλύτερα οι σκηνικές συμπεριφορές θα το θεωρούσα επιβεβλημένο.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ (ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ) Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, Ομόνοια, 2105288170. Διάρκεια: 130΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο μισάνθρωπος
Ένας αθεράπευτα ειλικρινής άνθρωπος, ο οποίος απεχθάνεται την υποκρισία, είναι ο πρωταγωνιστής αυτής της δηκτικής κωμωδίας που αποκαλύπτει την υποκρισία κάθε κοινωνίας και κάθε εποχής.