
Την προηγούμενη εβδομάδα, κατά την παρουσίαση του φετινού ρεπερτορίου του Εθνικού, ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Γιάννης Μόσχος, ανακοίνωσε, ενώπιον του Υφυπουργού Πολιτισμού κ. Ιάσονα Φωτήλα, ότι δεν θα διεκδικήσει την ανανέωση της (τριετούς) θητείας του. Έτσι, και επίσημα, λήγει η περίοδος της καλλιτεχνικής του διευθύνσης, με τη φετινή σεζόν στο Εθνικό να ορίζεται από το ρεπερτόριο που μόλις ανακοινώθηκε αλλά με άγνωστη την επόμενη μέρα. Σημειώνουμε εδώ ότι η διαδικασία διαδοχής -ή μη- του Γιάννη Μόσχου -του πρώτου, θυμίζουμε, Καλλιτεχνικού Διευθυντή σε φορέα εποπτευόμενο από το ΥΠΠΟ που προέκυψε από δημόσιο διαγωνισμό και όχι με απευθείας ανάθεση- είναι κάτι που ούτως ή άλλως θα έπρεπε να είχε απασχολήσει το ΥΠΠΟ, ενώ για ακόμη μια φορά ο/η επόμενος/η διευθυντής/ρια του Θεάτρου θα κληθεί κατά τον πρώτο χρόνο της θητείας του/της να φέρει εις πέρας το ρεπερτόριο που σχεδίασε κάποιος άλλος.

Όπως και να ‘χει, η συγκυρία επιτρέπει την αποτίμηση αυτής της θητείας και στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε πως ο μακρύς απολογισμός των δράσεων που απαρίθμησε ο ίδιος ο κ. Μόσχος κατά την παρουσίαση του ρεπερτορίου (θεατρικά εργαστήρια, δράσεις κοινωνικού χαρακτήρα, παραστάσεις καθολικής προσβασιμότητας, συνέχιση της ψηφιοποίησης και τεκμηρίωσης του ιστορικού αρχείου, διοργάνωση ανοιχτών συζητήσεων, δράσεις εξωστρέφειας και προβολής του Θεάτρου στο εξωτερικό κ.ά.) μας θυμίζουν πως ένα Εθνικό Θέατρο δεν είναι μόνο το ρεπερτόριό του, αλλά μια συνεχής προσπάθεια να ασκήσει θεραπευτικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό ρόλο.
Ξεκινώντας, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως ο Γιάννης Μόσχος παρέλαβε το Εθνικό σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία -για την ακρίβεια, στη χειρότερη στιγμή της 90χρονης ιστορίας του, μετά το σκάνδαλο Λιγνάδη-, παρέλαβε δηλαδή τον πρώτο θεατρικό οργανισμό της χώρας βαθιά πληγωμένο, ενώ συνολικά κατά τη διάρκεια της θητείας του ήρθε αντιμέτωπος με αλλεπάλληλες κρίσεις: από τις συχνές διακοπές παραστάσεων λόγω των μέτρων για την πανδημία, μέχρι -και κυριότερες- τις καταλήψεις των σκηνών του Εθνικού και την ακύρωση μία από τις δύο παραστάσεις της επιδαύρειας "Μήδειας", το καλοκαίρι του 22 (μια ακύρωση που ίσως να έκρυβε μία εκ των έσω δυσαρέσκεια ή αντιπαλότητα απέναντι στον Γιάννη Μόσχο, αν και κάτι τέτοιο δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ) - κρίσεις στις οποίες ανταπεξήλθε χωρίς να υψώνει τους τόνους αλλά πάντως υπερασπιζόμενος την αξιοπιστία και την εικόνα που θα έπρεπε να έχει ένα εθνικό θέατρο. Το ότι στα χέρια του το Εθνικό ανέκτησε την πληγωμένη του "αυτοπεποίθηση", το κύρος και την εικόνα του είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο και πιστώνεται υπέρ του.
Όσον αφορά στο καλλιτεχνικό κομμάτι, ο Γιάννης Μόσχος ανακοίνωσε τον Μάιο του 2022 τους βασικούς στόχους της θητείας του, δηλαδή: την επανενεργοποίηση (μετά την κατάργησή της επί Δ. Λιγνάδη) της Πειραματικής Σκηνής (που θα έδινε σκηνοθετικό βήμα και στους αριστούχους απόφοιτους της σχολής σκηνοθεσίας του Θεάτρου) αλλά και του διεθνούς εργαστηρίου αρχαίου δράματος, την απόδοση διακριτού ρόλου σε κάθε σκηνή (κλασικό ρεπερτόριο στο Τσίλερ, μουσικά έργα και μικτά θεάματα στο Rex, σύγχρονο ρεπερτόριο στη σκηνή "Νίκος Κούρκουλος"), άξονες πάνω στους οποίους πράγματι κινήθηκε. Η αποτίμηση αυτού του καλλιτεχνικού έργου ίσως δεν έχει αφήσει ως τώρα ένα συντριπτικά θετικό αποτύπωμα -αλλά ούτε αρνητικό-, αφήνει όμως μερικά αξιομνημόνευτα και αξιοσημείωτα παραστασιακά γεγονότα.
Ξεκινώντας με την επαναλειτουργία της Πειραματικής Σκηνής -την πιο "ηχηρή" και ευπρόσδεκτη από τις πρωτοβουλίες της νέας διεύθυνσης-, θα πρέπει να ειπωθεί πως μάλλον πρόκειται για τη σκηνή που απογοήτευσε περισσότερο -και με την ευκαρία εξετάζεται αν ήταν πράγματι εποικοδομητική η απόφαση να οριστούν τρεις διαφορετικοί υπεύθυνοι με μονετή θητεία (Γιώργος Κουτλής, Κατερίνα Γιαννοπούλου, Ελένη Ευθυμίου). Από την άλλη, η ίδια Πειραματική Σκηνή γέννησε μία από τις αξιομνημόνευτες παραστάσεις του Εθνικού, το "Goodbye, Lindita" του Μάριο Μπανούσι, ενώ ενδιαφέρον είχε και η "Γραμμή του ορίζοντος" από τον Γιώργο Παύλου (δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι δύο παραστάσεις συνεχίζουν τις διαδρομές τους) - περιπτώσεις που επιπλέον εκπληρώνουν το στόχο ενός εθνικού θεάτρου για την ανάδειξη νέων καλλιτεχνών.

Επίσης, είδαμε κάποιες παραστάσεις αντάξιες ενός εθνικού θεάτρου, όχι μόνο από άποψη παραγωγής αλλά κυρίως άξιες να καταγραφούν στην ελληνική παραστασιογραφική ιστορία, όπως τα αριστουργηματικά "Φώτα της πόλης" από την Αμάλια Μπένετ, ή η φετινή "Ορέστεια" του Τερζόπουλου. Έπειτα, είδαμε κι άλλες ωραίες παραστάσεις, με καλλιτεχνικό ή συναισθηματικό αποτύπωμα, όπως το "Ολοι εμείς πουλιά" από τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, ο -κατά Δημήτρη Καραντζά- "Ρωμαίος και Ιουλιέτα", ο "Άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ" από τον Γιώργο Κουτλή, το "Ονειρόδραμα" από τη Γεωργία Μαυραγάνη, η "Μήδεια" του Μποστ από τον Γιάννη Καλαβριανό. Το ρίσκο των πρωτότυπων δραματουργιών ("Μια νύχτα στην Επίδαυρο", "Ευαγγελισμός, το μιούζικαλ") άφησε ανάμικτα αποτελέσματα και συναισθήματα, όπως και το κλασικότροπο στοίχημα της Κεντρικής Σκηνής ("Βρικόλακες " από τον Σταμάτη Φασουλή, "Ιμπρεσάριος από τη Σμύρνη" από τον Βασίλη Παπαβασιλείου, "Βασιλιάς Λιρ" από τον Γιάννη Χουβαρδά).

Ριψοκίνδυνα στοιχήματα εντοπίστηκαν και στην Επίδαυρο, σκηνή που συζητήθηκε όσο καμία άλλη -είτε θετικά είτε αρνητικά-, με τον Γιάννη Μόσχο να προχωράει σε κάποιες ασφαλέστερες επιλογές (την Κατερίνα Ευαγγελάτου για τη σκηνοθεσία του "Ιππόλυτου" και του Θόδωρου Τερζόπουλου για την "Ορέστεια") αλλά κυρίως με μια διάθεση δοκιμής: δίνοντας σε έναν ηθοποιό, τον Αργύρη Ξάφη, την πρώτη του σκηνοθεσία τραγωδίας ("Αίας"), αναθέτοντας στην πλέον αιρετική σκηνοθέτρια του σύγχρονου θεάτρου, τη Λένα Κιτσοπούλου, την κωμωδία των "Σφηκών", αντικαθιστώντας τον Αριστοφάνη με Μποστ ("Μήδεια") στη σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού (στη μόλις δεύτερή του Επίδαυρο), απόφαση που δεν τον διέψευσε, και εμπιστευόμενος τον Θάνο Παπακωνσταντίνου για τις φετινές "Βάκχες", επίσης στη μόλις δεύτερή του Επίδαυρο, σκηνοθέτη με ωραία δείγματα γραφής, που όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση "δεν του βγήκε".
Οσο για το φετινό ρεπερτόριο, μένει να αποδειχθεί τι καρπούς θα φέρει, πάντως στα χαρτιά δείχνει το πιο πολλά υποσχόμενο. Στα θετικά του σίγουρα συγκαταλέγεται το αφιέρωμα στο νεοελληνικό έργο, αν και οι αναθέσεις συγγραφής νέων έργων δεν θα έπρεπε να είναι η μόνη επιλογή, αλλά και το ενδιαφέρον εκ πρώτης όψεως ρεπερτόριο της Πειραματικής Σκηνής, που φέτος έχει καλλιτεχνική υπεύθυνη την Ελένη Ευθυμίου.