
Πόσες ελπίδες και πόσος χώρος χρειάζεται για ν’ ανθίσει η ομορφιά και η αλήθεια μέσα σε έναν κόσμο παρακμής; Αυτό αναρωτιέται ο Δημήτρης Καραντζάς στο ανέβασμα του σαιξπηρικού έργου με μια παράσταση καθαρή, καλαίσθητη και καλά δομημένη γύρω από μία κεντρική ιδέα. Ο κόσμος του "Ρωμαίου και της Ιουλιέτας" είναι ο κόσμος ενός διπόλου και μιας σύγκρουσης, καθώς τον κόσμο των Καπουλέτων και των Μοντέγων που κυριαρχείται από το μίσος –και ο σκηνοθέτης διάβασε δίνοντας έμφαση στις πατριαρχικές, σεξιστικές και machο εκφάνσεις του– έρχεται να διαρρήξει η ομορφιά και η ειλικρίνεια του ερωτικού συναισθήματος. Μια σειρά επαναστάσεων αφηγούνται έργο και παράσταση: η ιδιοσυγκρασία του Ρωμαίου, που επιμένει ν’ αγαπάει εκεί όπου οι άλλοι επιβάλλονται ή μισούν, το θάρρος της Ιουλιέτας, ενός κοριτσιού που μεγαλώνει υπακούοντας στην πατρική εντολή ("τα μάτια μου δεν θα τα σηκώνω πιο πάνω από τις δικές σας υποδείξεις", λέει στον Καπουλέτο), αλλά προβαίνει σε γενναίες πράξεις αυτοδιάθεσης· ακόμη και ο υπέροχος ποιητικός σαιξπηρικός λόγος στη μετάφραση του Διονύση Καψάλη λειτουργεί ως πράξη αντίστασης στην ασχήμια.

Η δράση της παράστασης τοποθετείται σε ένα γεωμετρικό ψυχρό σκηνικό με όψη οστεοφυλακίου (Μαρία Πανουργιά), στο μαυσωλείο των Καπουλέτων, όπου συγκεντρώνονται νεκροί και ζωντανοί για το φινάλε και ένα σύμπλεγμα άψυχων σωμάτων κλείνει την παράσταση, το τραγικό αποτέλεσμα μιας αλληλουχίας μίσους που πηγαίνει γενιές πίσω – και, κατά τη σκηνοθετική ανάγνωση, μένει αβέβαιο αν θα σταματήσει. Η ιδέα της παρηκμασμένης αριστοκρατίας αντιπαραβάλλεται με την ομορφιά των ερωτευμένων και επί σκηνής διαδραματίζονται συχνά παράλληλες δράσεις˙ όπως στη σκηνή του μπαλκονιού, όταν ταυτόχρονα με την πρώτη ιδιωτική συνάντηση των δύο νέων συνεχίζεται το εκμαυλισμένο γλέντι των Καπουλέτων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο έρωτας ανθίζει σχεδόν σαν θαύμα και η σκηνοθεσία συχνά αντιμετωπίζει το ζευγάρι ως μια "λεπτομέρεια", την πιο σημαντική όμως, στο πλουραλιστικό κάδρο που δημιουργεί. Όπως στη σκηνή της εκκλησίας (αν και με προβληματική ορατότητα για αρκετούς θεατές), όταν η πόρτα μισανοίγει και μόλις που διακρίνουμε τους δύο παθιασμένος νέους, ή στην πρώτη τους γνωριμία, που λειτουργεί σαν όαση μέσα στη σκηνή του χορού όπου δεσπόζει η κακόηχη, στριγκιά μουσική του Γιώργου Πούλιου.

Αξιοσημείωτος είναι και ο ερωτισμός της παράστασης και κορυφαίες οι σκηνές της Ιουλιέτας, που δονείται από την προσμονή του αγαπημένου της, ενώ η αυτοκτονία της πάνω στο σώμα του ήδη νεκρού Ρωμαίου φέρει την υπόμνηση μιας τελευταίας ερωτικής ένωσης. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν επάξια το σκηνοθετικό σύμπαν με κορυφαίους την Ηρώ Μπέζου και τον Έκτορα Λιάτσο στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι· ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Πατήρ Λαυρέντιος), ο Άρης Μπαλής (Μπενβόλιο), ο Γιάννης Κλίνης (Μερκούτιος) και, στον αντίποδα, οι "εκπρόσωποι" του παρηκμασμένου κόσμου: Ρένη Πιττακή (Νένα), Άννα Καλαϊτζίδου (Κυρία Καπουλέτου), Γιάννης Νταλιάνης (Καπουλέτος), Ρίτα Λυτού (Κυρία Μοντέγου) κ.ά.
Περισσότερες πληροφορίες
Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Έρωτας και θάνατος συνυπάρχουνι στην συγκλονιστική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας που ανεβαίνει σε μια παράσταση που φωτίζει αυτές τις αντίρροπες δυνάμεις και αντιπαραβάλλει την ομορφιά (αλλά και την ήττα) του έρωτα απέναντι στην ασχήμια ενός παρηκμασμένου κόσμου..