Στη νέα της παράσταση, μετά τη "Φαλακρή τραγουδίστρια" του Ιονέσκο, η ομάδα Loxodox με σκηνοθέτη τον Αλκίνοο Δωρή, "επισκέπτεται" το μαγικό σύμπαν του μεγάλου Ουίλιαμ Σαίξπηρ και την πιο πολυπαιγμένη κωμωδία του. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα της μυθικής Αθήνας, δύο νεαρά ζευγάρια, ξωτικά και βασιλιάδες των ξωτικών, μια ομάδα μαστόρων-ερασιτεχνών ηθοποιών που ανεβάζουν μια παράσταση μπλέκουν σε αυτή την υπέροχη ιστορία με τα ερωτικά πάθη, τις παραξηγήσεις, το "θέατρο μέσα στο θέατρο" και τον έρωτα τελικά θριαμβευτή, που διαδραματίζεται τη νύχτα του μεσοκαλόκαιρου, όταν τα πάντα μπορούν να συμβούν. Στόχος της παράστασης είναι να αναδειχθεί "με ποιο τρόπο το ονειρικό στοιχείο του έργου ταξιδεύει μαζί με το ρεαλιστικό, το ‘σοβαρό’", μας είπε ο Αλκίνοος Δωρής, ο οποίος εξήρε το λαϊκό χαρακτήρα του: "η δραματουργία του ‘Ονείρου’ είναι τοποθετημένη στην επιφάνεια των καταστάσεων, το δάσος μπλέκεται με το παλάτι και το μέρος όπου προβάρουν οι εργάτες, χωρίς να υπονοείται κάποια ανώτερη σκέψη. Τα πάντα βρίσκονται στον αφρό. Ο Σαίξπηρ είναι ένας λαϊκός δημιουργός, το θέατρο είναι λαϊκή τέχνη στη βάση του".
Σε ένα έργο όπου παντρεύονται μοναδικά η πραγματικότητα με τη φαντασία και οι άνθρωποι με τα στοιχειά της φύσης, αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που τον γοήτευσε περισσότερο. "Νομίζω το θάρρος που έχει ο Σαίξπηρ ως δημιουργός, από τη μία έχουμε έναν καθρέφτη με τα ανθρώπινα πάθη, τη ζήλεια και τον έρωτα, και από την άλλη ένα μαγικό κάτοπτρο με τα όνειρα, τα ξωτικά και το ρόλο της φύσης που οργιάζει", απαντάει και συνεχίζει: "Ο Σαίξπηρ είναι δαιμονικός συγγραφέας, με την έννοια ότι δεν στέκεται στις τυπικότητες και στις συμβάσεις της εποχής του. Θέλει να φτιάξει κάτι καινούριο και το πετυχαίνει τέλεια. Οι μελετητές του λένε πως το ‘Ονειρο’ είναι η πιο πετυχημένη του δραματουργία σε επίπεδο σύνθεσης και θα συμφωνήσω, προσθέτοντας πως είναι ένα αυθεντικά πρωτοποριακό έργο, αξεπέραστο κατά τη γνώμη μου".
Τα πολλά επίπεδα στην πλοκή, η ανυπέρβλητη ποιητική γλώσσα, η μίξη ρεαλισμού και ποίησης καθώς και κωμωδίας και δράματος καθιστούν το έργο ένα από τα πιο δελεαστικά, όσο και προκλητικά στο ανέβασμα. Αναρωτιέμαι, ποιες βρήκε ο ίδιος ως τις μεγαλύτερες προκλήσεις; "Είναι ένα μεγάλο έργο σε διάρκεια και ο χρόνος είναι ο πλάστης του", μου λέει. "Οι σκηνές είναι εκεί, αρθρωμένες καθαρά από τον Σαίξπηρ. Αν εμπιστευτείς την πρόθεσή του, χωρίς να τοποθετείς καρυκεύματα και ‘ιδέες’, νομίζω πως το μόνο που έχεις να κάνεις είναι χαλιναγωγήσεις τον χρόνο˙ μοιάζει κάπως τρελό, αλλά είναι πράγματι έτσι, το θέατρο δίνει πνοή και σώμα στο άυλο". Αυτοί από τη μεριά τους δούλεψαν με "μεγάλη επιμονή πάνω στο ζήτημα του λόγου και του νοήματος", όπως μου τόνισε: "από την στιγμή που παίζουμε ένα έργο που έχει τόσο κυρίαρχο αυτό το κομμάτι, ακόμα περισσότερο τον ποιητικό λόγο. Δουλέψαμε έξι μήνες και πιθανότατα κανείς χρειάζεται άλλους τόσους για να αρθρώσει ολοκληρωτικά το πνεύμα του Σαίξπηρ, θέλουμε να φεύγουν οι θεατές ακούγοντας καθαρά κάθε λέξη, είναι ζήτημα τιμής και σεβασμού για τους Lodoxox". "Έπειτα χρειάζεται να δεθείς γερά με τους συνεργάτες σου, είναι μια σχέση με τον καθένα ξεχωριστά -δεν είναι απλό, δεν ξεκινούν όλοι από τον ίδιο δρόμο-, από την άλλη πρέπει να φτάσουμε όλοι κάπου μαζί. Αυτό είναι μοναδικό στο θέατρο, μια ανθρωπολογική τέχνη με το ένα μάτι στραμμένο στην τελετουργία και το άλλο στην καθημερινότητα". Όσο για το ποια είναι η αγαπημένη του σκηνή, η επιλογή του δεν αφορά την κύρια πλοκή ή τον υπερβατικό κόσμο των ξωτικών, αλλά την παράσταση του "Πύραμου και της Θίσβης" που ανεβάζουν οι μάστορες: "είναι κάτι που θυμίζει τη δική μας πορεία όλο αυτό το διάστημα, τι αγώνες και θυσίες κάναμε, για να φτιαχτεί κάτι μέσα από την ψυχή μας", εξηγεί, συμπληρώνοντας πως στην παράστασή τους η συγκεκριμένη σκηνή έχει εμπλουτιστεί πολύ με τη μουσική που υπογράφει η Στέλλα Γαδέδη.
Εξάλλου, οι πρωτότυπες συνθέσεις της Στέλλας Γαδέδη, που παίζονται ζωντανά επί σκηνής, αποτελούν -κατά τη δήλωση της ομάδας- "δραματουργικό πυλώνα της παράστασης και κλειδί του μύθου του έργου". Αλήθεια, ρωτάω τη συνθέτρια, ποια στάθηκε η έμπνευσή της; "Καταρχήν το αξεπέραστο και πολυεπίπεδο αυτό έργο του Σαίξπηρ!", μου λέει και εξηγεί: "Τέσσερις διαφορετικοί κόσμοι: αρχαία μυθολογία, αναγέννηση που εκφράζεται με τον έρωτα των τεσσάρων νεαρών εραστών, ο οποίος φτάνει στα όρια του παραλογισμού με την σκανταλιάρικη επέμβαση των ξωτικών από τη λαϊκή παράδοση του μεσαίωνα, και η ελισαβετιανή κοινωνία των μαστόρων της λαϊκής τάξης. Τι σύλληψη! Αλλά και ο τρόπος που με προσέγγισε η Μαρίζα Θεοφυλακτόπουλου των Loxodox. Με ενέπνευσε για να γράψω την μουσική. Κατάλαβα πως οι Loxodox δεν ήθελαν να κάνουν το έργο ‘μοντέρνο’, δηλαδή να του αλλάξουν τα φώτα, όπως συνήθως γίνεται, γιατί ήδη είναι σύγχρονο και μελλοντικό. Είχαν την ανάγκη να το ερμηνεύσουν. Επίσης η υπέροχη μετάφραση του Διονύση Καψάλη ήταν έμπνευση για μένα", καταλήγει.
Πώς απέδωσε όμως μουσικά τον κόσμο και την ατμόσφαιρα ενός έργου που ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας; "Ο τρόπος που έγραψα τη μουσική δεν ήταν κάτι λογικό, αν και η λογική υπάρχει υποδόρια, ασυνείδητα σαν γνώση που σε βοηθάει να πεις αυτό που έρχεται από κάπου πολύ μακρυά!", απαντάει. "Ήρθε βεβαίως και από την ποίηση του Σαίξπηρ, που δεν διδάσκει. Μας θυμίζει την παιδική μας φύση, αυτά που ξεχάσαμε. Περιγράφει τον άνθρωπο, μας κοιτάζει βαθειά και απλά. Στη συνέχεια, έμπνευση ήταν τα ταλαντούχα και παθιασμένα αυτά παιδιά, οι ηθοποιοί που παίζουν και ο σκηνοθέτης Αλκίνοος Δωρής, που κινούσε με πάθος, μυστήριο και φαντασία τα νήματα. Από την πρώτη πρόβα που παρακολούθησα αισθάνθηκα και άκουσα τα ηχοτοπία. Ήταν ο καμβάς που πάνω του θα ζωγραφίζονταν οι σκέψεις, οι αγωνίες, τα ερωτήματα, ο φόβος των ανθρώπων".
Η μουσική που συνέθεσε αποτυπώνει τόσο την πραγματικότητα του έργου όσο και το αντιστάθμισμα του ονείρου και, όπως μας είπε, περιλαμβάνει ηχοτοπία της φύσης με συμφωνίες, παραφωνίες, μπαλάντα των ερωτευμένων, σάλπισμα σαν ελληνική παρέλαση, ένα χορωδιακό που ερχόταν από παλάτια της αναγέννησης, χορό σε οχτώ όγδοα, ελληνικό ρυθμό με στοιχεία έντονα δυτικά για τους ελισαβετιανούς μαστόρους, νανούρισμα με λαϊκή άχρονη μελωδία, που εξελίσσεται σε ορχήστρα φωνών σε δυτικό ναό. "Δεν ήθελα να γράψω κάτι απλοϊκό" εξηγεί, "αλλά συγχρόνως έπρεπε να είναι απλό, για να μπει η μουσική στα χείλη και το σώμα των ηθοποιών! Δούλεψαν πολύ αυτά τα παιδιά για να μάθουν όλες τις νότες που έγραψα, χωρίς οι περισσότεροι να διαβάζουν νότες και το πιο δύσκολο ήταν να τραγουδήσουν αυτά τα όχι και τόσο προφανή μουσικά κείμενα, ανάμεσα στο απλό αλλά τόσο δύσκολο και βαθύ κείμενο του Σαίξπηρ. Συγχρόνως να κινηθούν στον χώρο σαν χορευτές, χάρη στην εμπνευσμένη διδασκαλία της Αγγελικής Τσούπρα", καταλήγει.
Περισσότερες πληροφορίες
Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας
Η ομάδα, μετά από τη «Φαλακρή τραγουδίστρια» του Ευγένιου Ιονέσκο στο House οf Smiths, επεκτείνει την έρευνα της πάνω στα κλασικά έργα ασχολούμενη με Σαίξπηρ. Σε αυτό το έργο του, ο πραγματικός κόσμος της Αθήνας συμπλέει με τον ονειρικό κόσμο του δάσους και ο ορατός κόσμος των νέων ανθρώπων -που ο έρωτας γεμίζει όλη την ύπαρξη τους- με τον αόρατο κόσμο των πνευμάτων και των ξωτικών. Γραμμένο μεταξύ 1595 και 1596, πρόκειται ίσως για την πιο σπουδαία κωμωδία του σύγχρονου θεάτρου, ενώ παράλληλα είναι το έργο του Σαίξπηρ που έχει παιχτεί τις περισσότερες φορές. Το μεγαλειώδες και ευφρόσυνο ονειρόδραμα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ φέρνει αντιμέτωπο τον θεατή με το ζήτημα της πίστης στο αδύνατο, τα μουσικά ηχοτοπία της φύσης, τον ονειρικό κόσμο της καθημερινής ζωής και την ποίηση που γεμίζει έρωτα τη ζωή ανθρώπων.