Ο Αργύρης Ξάφης είναι έτοιμος να ταξιδέψει στην Επίδαυρο με τις «Φοίνισσες» (30/7-1/8), από το επιτελείο του Εθνικού Θεάτρου και τον Γιάννη Μόσχο, οργανώνεται για τον επόμενο θεατρικό χειμώνα και βέβαια δεν σταματά να ονειρεύεται την παραλία της Βλυχάδας.
Ερμηνεύεις τον Ετεοκλή στις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη. Νιώθεις ότι στην Επίδαυρο υπάρχουν ειδικοί νόμοι και όρια για έναν ηθοποιό;
Για το αρχαίο δράμα υπάρχουν κρυφοί νόμοι, κρυφές τελετουργίες που πρέπει να βρεθούν ή να εφευρεθούν για να μπορέσεις να επαληθεύσεις τη δομή τους. Δεν εννοείται δηλαδή ότι τα πάντα είναι λογικό να είναι δημόσια, ότι πάντα υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που λέγεται Χορός, σαν μάρτυρας των γεγονότων. Δεν εννοείται ότι είναι απολύτως δόκιμο να «μιλιούνται» τα πάντα ενώ γράφτηκαν με μουσικούς όρους. Όπως δεν εννοείται ότι είναι φυσικό να υπάρχει ένας θεός ανάμεσά μας. Όλα αυτά είναι κανόνες ενός παιχνιδιού που δεν ξέρουμε, δεν έχουμε βιώσει, αλλά ως καλλιτέχνες μπορούμε με την ενσυναίσθησή μας να αναδημιουργήσουμε.
Σε ποιες πτυχές του μύθου εστιάζει η παράσταση του Εθνικού;
Στην παράστασή μας ασχολούμαστε με τη διχόνοια ως κεντρικό ζήτημα. Ρωτάμε και ξαναρωτάμε το γιατί, ψάχνοντας να βρούμε την απάντηση. Πώς μπορεί να φτάσει ένας αδελφός να σκοτώσει έναν αδελφό; Δεν αρκεί το μοίρασμα «ενός χωραφιού». Πρόκειται για έναν υπαρξιακό φόβο: όταν η ύπαρξη κάποιου διαφορετικού δίπλα μας μας απειλεί πραγματικά.
Έχεις ξανασυναντηθεί στο θέατρο με τους συμπρωταγωνιστές σου;
Με τον Θάνο Τοκάκη έχουμε δουλέψει πολλές φορές και πολύ ωραία μαζί. Εξαρχής τον ένιωθα σαν μικρό μου αδελφό, τον αγαπώ πολύ και θεωρώ ότι αυτό κάνει πιο ενδιαφέρουσα την ανελέητη σύγκρουσή μας στην παράσταση. Με τον Κώστα Μπερικόπουλο, επίσης, μας ενώνει το κοινό παρελθόν από το Αμόρε. Με τη Μαρία Κατσιαδάκη και τη Λουκία Μιχαλοπούλου μας έφερε η τύχη του θεάτρου κοντά την τελευταία χρονιά πριν από την πανδημία. Με τη Μαρία παίξαμε μαζί στο «Hotel Eternité» και με τη Λουκία στο «Ρίτερ, Ντένε, Φος».
Πώς θα χαρακτήριζες το ανέβασμα που προτείνει ο Γιάννης Μόσχος;
Ανανεωτικό ή κλασικό; Ο Γιάννης ενδιαφέρεται για το θεατή και για το δικαίωμα στην κατανόηση χωρίς να αυτοπεριορίζεται σε κλασικές δομές όταν δεν τον εκφράζουν ή δεν λειτουργούν πια. Νομίζω ότι η ματιά του είναι προσωπική – με αγάπη όμως, καθόλου υπεράνω ή αλαζονική. Ήξερε από την αρχή σε τι θέλει να εστιάσει και γιατί τον ενδιαφέρει αυτό το έργο.
Ποιες συνέπειες μπορεί να επιφέρει σε μια κοινωνία μια εμφύλια διαμάχη που υποδαυλίζεται από το πάθος για την εξουσία;
Αν περιορίσει κανείς το θέμα στο αν αυτό το χωράφι είναι δικό μου ή δικό σου, θεωρώ ότι υποτιμά τον συγγραφέα. Ακόμη και αν αυτό το χωράφι είναι μια ολόκληρη πόλη, όπως στο έργο μας η Θήβα. Τον αδελφό σου δεν τον σκοτώνεις γι’ αυτό. Αλλά επειδή κάποιος σε έχει πείσει ότι είναι ή αυτός ή εσύ. Ότι θα σου επιτραπεί η ύπαρξη μόνο αν δεν υπάρχει ο άλλος. Αυτό είναι που φοβίζει. Αυτό μεταφέρεται και στην κοινωνία, που καλείται συνήθως να πολεμήσει τον πόλεμο ενός άλλου. Αυτού που τον συμφέρει να υπάρχει διχασμός, για να μπορεί να έχει «δική του» μεριά.
Τι σε αποφορτίζει από την καθημερινότητα;
Η μουσική. Το αεράκι μια ζεστή μέρα. Το νερό.
Σε ποια παραλία ή σε ποια ραχούλα θα ήθελες να βρεθείς;
Στη Βλυχάδα στην Αμοργό, πιο πέρα, στους γυμνιστές (α! ντροπή!).
Έχεις σχέδια για την επόμενη θεατρική σεζόν;
Ολοκληρώνω την υβριδική ταινία-παράσταση «Έτσι πεθαίνουμε» του Κρίστοφερ Μπρετ Μπέιλι, που σκηνοθέτησα τους προηγούμενους μήνες. Τον Σεπτέμβριο θα κάνω γυρίσματα για μια νέα γερμανική ταινία με μια υπέροχη σκηνοθέτιδα. Τον Οκτώβριο ξεκινάμε την παράσταση που δεν ξεκινήσαμε πέρσι, την «Τριλογία Lehman» σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο θέατρο Ιλίσια. Και από τη νέα χρονιά θα είμαι στην επόμενη παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο, το «Πονηρό πνεύμα» του Νοέλ Κάουαρντ. Μέχρι εκεί αρκεί, με την ευχή να υπάρχει χειμερινή σεζόν και με τη στήριξη κυρίως των μικρών ομάδων και χώρων, διότι εκεί γεννιούνται τα πάντα.
Περισσότερες πληροφορίες
Φοίνισσες
Η μοιραία μονομαχία μεταξύ Πολυνείκη και Ετεοκλή όταν ο δεύτερος αθέτησε τη συμφωνία τους να βασιλεύουν εκ περιτροπής στη Θήβα μετά την (αυτο)τιμωρία του Οιδίποδα.