Η Αθήνα των συγγραφέων | Ανδρέας Στάικος: "Όλοι οι άνθρωποι είναι εν αγνοία τους ηθοποιοί"

Ένα ηλιόλουστο πρωινό συναντήσαμε τον συγγραφέα στη "Μουριά" και μας μίλησε για τις παιδικές του μνήμες από του Φιλοπάππου, τα χρόνια στο Παρίσι, την Αθήνα της μεταπολίτευσης, τα Εξάρχεια, την Κατίνα Παξινού και το νέο έργο του "Αλίφειρα" που ανεβαίνει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

Ανδρέας Στάικος ©Λεωνίδας Τούμπανος

"Γεννήθηκα στου Φιλοπάππου λίγο μετά τον πόλεμο. Η μητέρα μου ήταν Αθηναία και ο πατέρας μου από την Αγιά Λαρίσης. Στου Φιλοπάππου έμειναν γιατί υπήρχε το σπίτι του παππού μου που ήταν Αθηναίος Γκάγκαρος. Στα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι την περιοχή σαν εξοχή, με μονώροφα και διώροφα σπίτια, καθώς λόγω της γειτνίασης με την Ακρόπολη δεν επιτρεπόταν το χτίσιμο ψηλών κτιρίων. Μια παιδική μου ανάμνηση είναι να παίζουμε με τους φίλους μου ποδόσφαιρο στις αλάνες και να βλέπουμε τον Παρθενώνα. Το να αντικρίζεις καθημερινά την Ακρόπολη από τα πέντε σου, σου δημιουργεί ένα καταπληκτικό δέσιμο με αυτή την πόλη". 

"Στον Εμφύλιο ήμουν παιδί, δεν καταλάβαινα πολλά από όσα συνέβαιναν. Ωστόσο βίωνα τις δυσκολίες της εποχής όπως όλοι. Η συνοικία μας ήταν μεν αστική αλλά μικρού βεληνεκούς, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες. Να φανταστείτε ότι στη γειτονιά θεωρούσαν πάμπλουτο, σχεδόν Ωνάση, κάποιον ο οποίος είχε το μοναδικό αυτοκίνητο σε όλη την περιοχή. Ήταν δακτυλοδεικτούμενος, τον βλέπαμε σαν άρχοντα, σαν πρίγκιπα". 

Αλίφειρα
Πώς μαγειρεύεται μία παράσταση; Ο Ανδρέας Στάικος με την ομάδα της "Αλίφειρας" εν ώρα δράσης

"Στου Φιλοπάππου έμεινα μέχρι το 1967 που έφυγα για το Παρίσι ως πολιτικός εξόριστος, λόγω της δικτατορίας. Συνδέθηκα πολύ με αυτή την πόλη που έγινε δεύτερη πατρίδα μου και τα γαλλικά δεύτερη γλώσσα μου. Στο Παρίσι όπως όλοι οι Έλληνες μπλέξαμε με διάφορους τρόπους αντίστασης κι έπειτα από λίγο καιρό γίναμε ανεπιθύμητοι για την Ελλάδα. Αναγκάστηκα και ζήτησα πολιτικό άσυλο και δεν είχα δικαίωμα επιστροφής στη χώρα. Στο Παρίσι αρχικά έκανα παρέα με τους Έλληνες, οι οποίοι είχαν μετοικήσει εκεί για τους ίδιους λόγους με εμένα – κυρίως με τον Βασίλη Βασιλικό. Έτσι γνώρισα και τον Κώστα Γαβρά. Παρέα έκανα και με τον Κώστα Φέρρη, τον Γιώργο Κατακουζηνό, τον Νίκο Κούνδουρο. Με τον Γιάννη Τσαρούχη είχα μεγάλη φιλία. Επειδή ήμουν φιλόλογος με είχε βάλει να του φτιάξω το αρχείο – ήταν λίγο ακατάστατος". 

Ανδρέας Στάικος
©Λεωνίδας Τούμπανος

"Στο Παρίσι οι περισσότεροι Έλληνες ζούσαν με μια μόνιμη νοσταλγία και με την επιθυμία της επιστροφής. Κάποια στιγμή άρχισα να ξεκόβω από τις παρέες τους διότι ένιωθα πως είχαν φτιάξει ένα γκέτο το οποίο δεν έβρισκα θελκτικό. Επίσης η διαρκής συναναστροφή μαζί τους με απέτρεπε από το να μάθω γαλλικά και να μπω σε μια νέα κοινωνία που με ενδιέφερε πάρα πολύ. Πολύ γρήγορα γνώρισα τον Γιάννη Κόκκο, τον διάσημο σκηνογράφο, ο όποιος συνεργαζόταν με τον Αντουάν Βιτέζ. Έτσι μπόρεσα και μπήκα στο Conservatoire National d’Art Dramatique όπου σπούδασα θέατρο". 

"Εκτίμησα πολύ τον τρόπο που ο Βιτέζ δούλευε με τους ηθοποιούς, ήταν μεγάλος δάσκαλος. Θα έλεγα ότι ο Βιτέζ παρήγε ηθοποιούς. Έπαιρνε από εκείνους τα καλύτερα στοιχεία τους και τους πρόσφερε την ελευθερία να εξελιχθούν. Θεωρούσε τον ηθοποιό το Α και το Ω του θεάτρου, τη γενεσιουργό αιτία του. Παρότι σπούδαζα ηθοποιός δεν με ενδιέφερε να είμαι. Και ο Βιτέζ, μέσα σε αυτό το πνεύμα ελευθερίας και τρομερής κατανόησης, μου επέτρεψε να είμαι μαθητής γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δεν θα ασχολούμουν με αυτό το θέμα. Ένιωθα πως μέσω της υποκριτικής είχα την ευκαιρία να δω το εσωτερικό γρανάζι του θεάτρου, την εσωτερική λειτουργία του. Αυτό με επηρέασε και ως συγγραφέα καθώς πλέον δεν μπορούσα να γράψω αν δεν γνώριζα ποιοι είναι οι ηθοποιοί. Δεν έγραψα ποτέ στο γραφείο μου αόριστα, για να γράψω έπρεπε να έχω στο μυαλό μου συγκεκριμένο ηθοποιό, ο οποίος με τη δική μου σύμπραξη δημιουργούσε τον ρόλο του". 

Ανδρέας Στάικος
©Λεωνίδας Τούμπανος

"Εκείνη την εποχή ήμουν σχεδόν πεπεισμένος πως η υπόλοιπη ζωή μου θα κυλούσε στη Γαλλία, οπότε είχα αρχίσει να γράφω γαλλικά – ένιωθα μάλιστα πως έχανα και τη γλώσσα μου. Για να διατηρήσω την επαφή μου με τα ελληνικά άρχισα να μεταφράζω από τα γαλλικά. Γιατί Λακλό; Διότι ένιωθα πως είχαμε πνευματική συγγένεια. Πριν από τον Λακλό είχα μεταφράσει Μαριβό. Είμαι ειδικευμένος στον Μαριβό. Κατά σύμπτωση αυτοί οι συγγραφείς και η γλώσσα του 18ου αιώνα μου άνοιξαν ορίζοντες και για τα ελληνικά μου. Είδα δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας η οποία για λόγους ιδεοληπτικούς και πολιτικούς ήταν αγκυλωμένη σε μια άκαμπτη, μια στρατευμένη δημοτική. Προσωπικά δεν μπορούσα να το ανεχθώ, μου έβαζε τρομακτικά στενά περιθώρια και είχα την ανάγκη να απελευθερωθώ. Νιώθω πολύ τυχερός που έχει λήξει το γλωσσικό ζήτημα και έχουμε πλέον την άνεση να χρησιμοποιούμε όλα τα στρώματα της τόσο πλούσιας γλώσσας μας".

"Έπειτα από δεκαπέντε χρόνια στο Παρίσι, ο θάνατος του αδερφού μου με ανάγκασε να επιστρέψω στην Αθήνα για να συμπαρασταθώ στη μητέρα μου που ήταν μόνη. Με την επιστροφή μου έμεινα στην περιοχή όπου γεννήθηκα. Στο ταξί που με μετέφερε από το αεροδρόμιο κοιτούσα γύρω μου και δεν αναγνώριζα τη γειτονιά μου. Στο Κουκάκι, εκεί που υπήρχαν κάποτε διώροφα και νεοκλασικά, είχαν φυτρώσει πολυκατοικίες. Με τη λεγόμενη ανάπτυξη της χούντας υπήρξε παράβαση όλων των πολεοδομικών νόμων και κανονισμών. Ήταν ήδη στραβό το κλήμα με την περίφημη αντιπαροχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήρθε και η χούντα με την απόλυτη αυθαιρεσία και τα διέλυσε όλα". 

Ανδρέας Στάικος
©Λεωνίδας Τούμπανος

"Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 λόγω της πτώσης της δικτατορίας υπήρχε διάχυτος ένας γενικευμένος ενθουσιασμός – ένα κλίμα ελπίδας και χαράς και ελευθερίας που όμοιό του δεν είχαμε ξαναζήσει. Κάτι ανάλογο είχα ζήσει τον Μάη ’68 στο Παρίσι, όμως ήταν άλλου τύπου. Εμείς εδώ ζητούσαμε το αυτονόητο, για τους Γάλλους το ζητούμενο ήταν οι παραλλαγές της ελευθερίας ως πυροτέχνημα και ως τέχνη. Εδώ βέβαια έπειτα από λίγο τα πράγματα άρχισαν να κατακάθονται με τον γνωστό τρόπο". 

"Τη δεκαετία του 1980 στο θέατρο είχαμε ακόμη επιθεώρηση με πολύ σπουδαίους ηθοποιούς, οι περισσότεροι αυτοδίδακτοι. Ο Σταυρίδης, ο Αυλωνίτης, ο Χατζηχρήστος, η Ρένα Ντορ, η Βλαχοπούλου, η Άννα και η Μαρία Καλουτά, όλοι αυτοί οι ηθοποιοί ήταν έμφυτα ταλέντα τα οποία δεν ξέρω πώς κατάφεραν και άνθισαν. Βέβαια, τους βοήθησε πολύ ο ελληνικός κινηματογράφος. Η λαϊκότητα και η έλλειψη πειθαρχίας, αυτό το χύμα της ελληνικής έκφρασης, τους ευνόησε να αναδειχθούν σε τερατώδεις ηθοποιούς. Το κανονικό θέατρο εκφραζόταν κυρίως από τον Κάρολο Κουν με το Θέατρο Τέχνης και μέσα από το Εθνικό Θέατρο. Πήγαινα τακτικά στο Θέατρο Τέχνης αλλά επειδή είχα πρόσφατο το παράδειγμα της Γαλλίας, μου φαινόταν λίγο θολό και υποβαθμισμένο παρά τις πολύ σημαντικές προσπάθειες".

"Είχα την τύχη να προλάβω να δω επί σκηνής την Κατίνα Παξινού. Ήταν εκπληκτική ηθοποιός, δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ αυτή τη φυσιογνωμία [...] Μου έδειξε πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται η τραγωδία, οι ακραίες ψυχικές καταστάσεις, το μελόδραμα."

"Είχα την τύχη να προλάβω να δω επί σκηνής την Κατίνα Παξινού. Ήταν εκπληκτική ηθοποιός, δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ αυτή τη φυσιογνωμία. Οι αντιδράσεις της με είχαν εντυπωσιάσει και είχαν επηρέασε πάρα πολύ και τη δική μου αισθητική της θεατρικής αναπαράστασης. Στην "Εκάβη" όταν της ανήγγειλαν το τραγικό γεγονός, ότι τα μέλη της οικογένειάς της ήταν σκοτωθεί από τους Έλληνες, είχε μια αντίδραση που μέχρι τότε δεν είχα συναντήσει. Αντί να κλάψει ή να κραυγάσει ή να τραβάει τα μαλλιά της έβγαλε ένα πνιγμένο αναστεναγμό. Αυτό με σφράγισε. Μου έδειξε πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται η τραγωδία, οι ακραίες ψυχικές καταστάσεις, το μελόδραμα. Ο ηθοποιός διεκδικεί την αξιοπρέπεια και την περηφάνια. Δεν πρέπει να είναι ο τυχαίος άνθρωπος που λειτουργεί αυθόρμητα, αλλά να θέτει σε λειτουργία το συναίσθημα, το μυαλό και την αισθητική ταυτόχρονα. Αλλιώς δεν θα μπορέσει να αντιδράσει σε μια τόσο σκληρή σκηνή με έναν πνιγμένο αναστεναγμό". 

Αλίφειρα

Αλίφειρα

Αλίφειρα

"Όταν επέστρεψα από τη Γαλλία κάποιοι με θεωρούσαν ξένο σώμα, διότι δεν έζησα τα δράματα που έζησαν εκείνοι κατά τη διάρκεια της Επταετίας. Ένιωθα κάπως περίεργα. Το πρώτο έργο μου ανέβηκε το 1987 από τον Βασίλη Παπαβασιλείου, με την Όλια Λαζαρίδου και την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου. Ήταν η "Κλυταιμνήστρα;", την οποία είχα γράψει στα γαλλικά και τη μετέφρασα στα ελληνικά. Δεν θα έλεγα πως είναι ακριβώς μετάφραση, αλλά διασκευή. Όταν ένας συγγραφέας μεταφράζει το έργο του, το βλέπει με άλλη ματιά, δίνει άλλη εκδοχή. Κι αυτό γιατί οι γλώσσες είναι τελείως διαφορετικές, καθεμία έχει άλλη δομή, άλλη νοοτροπία, άλλη φιλοσοφία. Αυτό με απελευθέρωσε και συνέχισα να γράφω για το θέατρο. Σε αυτό το έργο, το οποίο είχε μακρά πορεία όπως και τα επόμενα έργα μου, δεν είχαν δώσει καμία σημασία εκείνη την εποχή. Ο Παπαβασιλείου, στον οποίο οφείλω πολλά, ήταν ο πρώτος ο οποίος διέγνωσε τις αρετές του και το ανέβασε. Και κατ’ αυτό τον τρόπο μπήκα κι εγώ στο καζάνι του νεοελληνικού θεάτρου". 

"Παρότι μένω εδώ τόσα χρόνια είμαι εναντίον του πνεύματος των Εξαρχείων, γιατί δεν θέλω να τα βλέπω να εκφυλίζονται σε επαρχιακή συνοικία."

"Το 1985 εγκαταστάθηκα κοντά στο Πολυτεχνείο και είμαι από τότε στην περιοχή. Παρότι μένω εδώ τόσα χρόνια είμαι εναντίον του πνεύματος των Εξαρχείων, γιατί δεν θέλω να τα βλέπω να εκφυλίζονται σε επαρχιακή συνοικία. Κακά τα ψέματα αυτό κατέληξαν να είναι τα Εξάρχεια. Ένας δήθεν τόπος ελευθερίας, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι τόπος ασυδοσίας. Είναι το ραντεβού όλων των χαβαλέδων –αν και δεν μου αρέσει η λέξη αυτή– του λεκανοπεδίου και της υπόλοιπης Ελλάδας. Θα μπορούσε να είναι κάτι αντίστοιχο της Μονμάρτρης ή του Μονπαρνάς. Όμως στα Εξάρχεια έχουμε εισαγόμενο "επαναστατικό" τουρισμό. Αν είναι δυνατόν, δηλαδή. Έχει καταλήξει να είναι η πιο βρομερή συνοικία της Αθήνας. Βάφεις το σπίτι σου και την άλλη μέρα είναι μαύρο από τα γκράφιτι τα οποία στερούνται οποιοδήποτε ίχνος καλλιτεχνίας. Είναι απλώς μια επίδειξη μουτζουρώματος. Είναι αυτό ελευθερία της έκφρασης; Παρότι όμως τα Εξάρχεια είναι σε παρακμή, τα αγαπάω γιατί είναι κομμάτι της πόλης μου". 

Ανδρέας Στάικος
©Λεωνίδας Τούμπανος

"Στέκι μου είναι το καφενείο "Η μουριά" το οποίο λειτουργεί αδιάλειπτα από το 1915. Κάθε συνοικία πρέπει να έχει το στέκι της, να μπορούν οι άνθρωποι να βρίσκονται εκεί. Στη "Μουριά" νιώθω σαν στο σπίτι μου. Είμαι στην καρδιά των Εξαρχείων αλλά δεν το νιώθω έτσι, διότι συντελείται ένα εσωτερικό ταξίδι. Είναι ωραίο να βρίσκεσαι στο κέντρο της Αθήνας και με τη φαντασία σου να ταξιδεύεις στα Ιμαλάια. Είναι πολύ σημαντικό, τη στιγμή που η υπόλοιπη πόλη είναι εναντίον της φαντασίας, εναντίον της δημιουργίας και υπέρ της μουτζούρας". 

"Το θέατρο είναι θεμελιώδης τέχνη. "Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας" σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Όλοι οι άνθρωποι είναι εν αγνοία τους ηθοποιοί. Όταν βγαίνεις από το σπίτι σου γίνεσαι ένας άλλος. Μόλις περάσεις το κατώφλι αλλάζει η διάθεσή σου, αλλάζει η συμπεριφορά σου. Τη στιγμή που βγαίνεις στην κοινωνία αποτελείς μέρος ενός θεάματος ακόμη κι αν δεν το αντιλαμβάνεσαι". 

Αλίφειρα

"Κάθε συνάντησή μου με τους ηθοποιούς, στην οποία γίνεται η ανάγνωση, οι συζητήσεις και το παίξιμο, συνοδεία φαγητού και κρασιού, είναι μια πλήρης παράσταση. Δεν υπάρχει η σύμβαση ότι δουλεύουμε με ωράριο ούτε ότι είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε αυτό ή το άλλο. Δεν υπάρχει κανένα "πρέπει" και χαίρομαι που οι ηθοποιοί αισθάνονται συνδημιουργοί". 

"Αν παραδεχτούμε πως η συνθήκη της ζωής μας είναι ένα κενό, πρέπει να το γεμίσουμε για να ζήσουμε. Να το γεμίσουμε με παιχνίδι, με έρωτα, με ευχάριστα και όμορφα πράγματα."

"Περίεργη λέξη η "Αλίφειρα". Μου αρέσει πολύ ηχητικά, είναι αινιγματική. Θα μπορούσε να είναι γυναικείο όνομα ή τοπωνύμιο. Τη συνάντησα στον Παυσανία, τον περιηγητή του 2ου μ.Χ. αιώνα, και είπα θα κάνω ένα έργο με αυτό τον τίτλο. Δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Σιγά σιγά γνωρίζοντας τους ηθοποιούς συζητώντας συνέχεια μαζί τους, το έργο χτίστηκε βήμα βήμα, όπως όλα μου τα έργα. Στο έργο που ανεβαίνει αυτό τον καιρό, η "Αλίφειρα" είναι ένας τόπος νεκρός, ανύπαρκτος. Ακόμη και ο Παυσανίας τον περιγράφει ως τόπο ερειπίων, μια πόλη όπου διαχρονικά ακμάζει το ερείπιο. Εκεί λοιπόν έχουν απομείνει ελάχιστοι κάτοικοι. Οι υπόλοιποι την έχουν εγκαταλείψει για τους γνωστούς λόγους, τη φτώχεια, τον πόλεμο, την οικονομική μετανάστευση. Πώς θα μπορούσαν να ζωντανέψουν αυτά τα ερείπια; Μέσω των νέων ερειπίων, μέσω της νέας γενιάς. Θα μου πείτε, είναι τόσο πεσιμιστικό το έργο; Βλέπω τόσο μαύρα τα πράγματα; Όχι ακριβώς. Αν παραδεχτούμε πως η συνθήκη της ζωής μας είναι ένα κενό, πρέπει να το γεμίσουμε για να ζήσουμε. Να το γεμίσουμε με παιχνίδι, με έρωτα, με ευχάριστα και όμορφα πράγματα. Ευτυχώς σε αυτό τον τόπο έχουμε σύμμαχό μας τον ήλιο". 

Αλίφειρα
Ραφαήλ Σουλιώτης©
Στιγμιότυπο από την παράσταση "Αλίφειρα"

Info: Το νέο έργο του Ανδρέα Στάικου "Αλίφειρα", μια εξωφρενική, όσο και πικρή κωμωδία, ανεβαίνει στη Σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, σε σκηνοθεσία του ίδιου, πρωτότυπη μουσική του Νίκου Ξυδάκη, σκηνικά του Αλέξη Κυριτσόπουλου και έναν ωραίο θίασο: Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Ζαραφίδου, Εμμανουέλα Κοντογιώργου, Αιμιλία Μήλιου. Το βιβλίο "Αλίφειρα" που περιλαμβάνει το έργο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη. 

Διαβάστε Επίσης

Περισσότερες πληροφορίες

Αλίφειρα

  • Κωμωδία
  • Διάρκεια: 90 '

Η Αλίφειρα είναι μια αρχαία πόλη στην νοτιοδυτική Αρκαδία, ήδη ερειπωμένη και λησμονημένη στις περιηγήσεις και περιγραφές του Παυσανία (110-180 μ.Χ.) στο κεφάλαιο «Αρκαδικά». Στα αρχαία ερείπια σωρεύτηκαν νέα ερείπια τα οποία στεγάζουν τα φαντάσματα του νεότερου σύγχρονου οικισμού. Μια μυστηριώδης «ανώτερη δύναμη» έχει καθηλώσει στην Αλίφειρα, εκτός από τους ελάχιστους εναπομείναντες ζωντανούς-νεκρούς κατοίκους, και κάποιους νέους οι οποίοι παραμένουν, για διάφορους σαφείς και ασαφείς λόγους, μέσα στην ερημιά και τη μοναξιά, σε διαρκή και ατέρμονη προσμονή, με συντροφιά τις αρχαίες πέτρες, τις κουκουβάγιες, τις σαύρες και τις αράχνες. Η κλοπή της σανίδας από το μοναδικό παγκάκι του χωριού και η άφιξη, για πρώτη φορά, ενός νεαρού αρχαιολόγου, εκλαμβάνονται ως κοσμοϊστορικά γεγονότα που αναστατώνουν και ξυπνούν την Αλίφειρα από τον λήθαργό της. Η καχυποψία και η έρευνα για την αναζήτηση του πιθανολογούμενου υπόπτου για την κλοπή της σανίδας λαμβάνει αστυνομικές διαστάσεις ενώ η παρουσία του «ξένου» αναζωπυρώνει παλαιούς ανεκπλήρωτους έρωτες και δημιουργεί νέες προοπτικές, με αποκορύφωμα την έμμονη φαντασίωση του ζωηρότερου κοριτσιού της συντροφιάς για την πραγματοποίηση μιας μεγαλειώδους ουτοπίας.

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Θέατρο

Η Πειραματική κερνά τα τελευταία "Μπατόν σαλέ"

Η δημοσιογράφος που συμμετείχε στην αποκάλυψη του σκανδάλου Predator είναι η τελευταία καλεσμένη των ζωντανών συνεντεύξεων σε ελαφριά ατμόσφαιρα τις οποίες συντονίζουν η Ευδοξία Ανδρουλιδάκη και η Μαρία Φιλίνη.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
26/04/2024

"Σ’ εσάς που με ακούτε": Η επιτυχία του ΚΘΒΕ κατεβαίνει Αθήνα

Μετά την επιτυχία που γνώρισε στη Θεσσαλονίκη, το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη έρχεται για λίγες παραστάσεις στο Αμφι-Θέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου.

Η "Μαύρη σαμπούκα" γίνεται Grande και επιστρέφει για καλοκαίρι

Μετά από αμέτρητες "τελευταίες παραστάσεις" και 2 sold out περιοδείες, η κωμωδία με τους Τόλη Παπαδημητρίου και Αντώνη Στάμο έρχεται στο Άλσος για μία και μοναδική φορά.

"Βάτραχοι": Γιάννος Περλέγκας και Κι όμως κινείται συνδυάζουν Αριστοφάνη με escape room

Η ομάδα Ελλήνων ακροβατών και χορευτών συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον ηθοποιό και ανεβάζει την αρχαία κωμωδία χρησιμοποιώντας τη σκηνική σύνθεση ενός ζωντανού δωματίου απόδρασης.

Ποια είναι η νέα παράσταση που έρχεται το Μάιο στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου;

Ο Γιώργος Παύλου, απόφοιτος του Τμήματος Σκηνοθεσίας της Δραματική Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, ανεβάζει το πιο βιωματικό και ίσως και το ωριμότερο έργο του Χρήστου Βακαλόπουλου για μια γενιά που συνθηκολόγησε και μια Αθήνα που χάθηκε ανάμεσα στους συρμούς.

Τελευταία ευκαιρία για να δεις τον "Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού" (και το καλοκαίρι!)

Η παράσταση "φαινόμενο" αποχαιρετά τη σεζόν και το θεατρόφιλο κοινό με λίγες καλοκαιρινές παραστάσεις και με την αρχική dream team διανομή της πρώτης χρονιάς πριν περάσει στο πάνθεον των παραστάσεων που έγραψαν ιστορία.

Λένα Κιτσοπούλου: Αντίστροφη μέτρηση για το "Και λέγε λέγε", τη νέα της παράσταση στο Θέατρο Τέχνης

Γιάννης Κότσιφας, Ιωάννα Μαυρέα, Πάνος Παπαδόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης και Γαλήνη Χατζηπασχάλη ανεβαίνουν στη σκηνή μαζί τη σκηνοθέτιδα και δημιουργό σε μια παράσταση που δημιουργήθηκε από τον συνδυασμό διαφορετικών τεχνών και μιλάει για τον έρωτα, την πατριαρχία και πολλά ακόμη.