
Όλο και περισσότερο με την πάροδο των χρόνων ο πολυαγαπημένος και πολυπαιγμένος Ρώσος συγγραφέας κινδυνεύει να αποδειχτεί κορεσμένος, ίσως και ξεπερασμένος· γιατί, αλήθεια, τι περισσότερο μπορεί να προσθέσει "άλλη μία παράσταση Τσέχοφ"; Η Μαρία Μαγκανάρη αντέταξε σε αυτές τις επιφυλάξεις τη βαθιά αγάπη της για τον συγγραφέα, για το έργο και τα πρόσωπά του και απέδειξε πως ο συγγραφέας και αντέχει και μπορεί να συνομιλήσει με το σημερινό κοινό, χωρίς να κρίνεται απαραίτητη κάποια επέμβαση ή διασκευή – την ίδια στιγμή, βέβαια, έδειξε και τα όρια των τσεχοφικών δραμάτων, το κατά πόσο δοκιμάζεται η δραματουργική κατασκευή τους, ιδωμένη από σημερινό πρίσμα και το ριζικά διαφορετικό θέατρο του 21ου αι., με την ετυμηγορία να αποτελεί υποκειμενική κυρίως υπόθεση.

Με μια κυκλική πλατφόρμα να δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής (σκηνικά: Φιλάνθη Μπουγάτσου), η σκηνοθέτρια έδωσε οπτική αποτύπωση στον κύκλο της ζωής και στη ροή του χρόνου, δύο μοτίβα που τόσο πολύ απασχολούν τον Τσέχοφ· και πότε πάνω της πότε γύρω της συγκέντρωσε όλα τα πρόσωπα που καταφεύγουν ξανά και ξανά στο πατρογονικό σπίτι των τριών γυναικών, οι οποίες ζουν με το βλέμμα στο παρελθόν, επιθυμούν να ξεφύγουν του παρόντος και προσδοκούν το μέλλον. Με πολλή τρυφερότητα και ευαισθησία αφουγκράστηκε αυτά τα πρόσωπα και χωρίς να τα κρίνει έδειξε τις πληγές και τα πάθη τους, την ευθραυστότητα, τη μικρότητα, τη βιαιότητα, την αμηχανία τους.

Ο ωραίος ρυθμός, με πράξεις που ρέουν η μία μέσα στην άλλη, η ζεστή και νοσταλγική ατμόσφαιρα –χάρη και στο ύφος της μουσικής (Χαράλαμπος Γωγιός) και των κοστουμιών (Παύλος Θανόπουλος)–, τα εμβόλιμα στοιχεία που μεταφέρουν ιδιαίτερο συναίσθημα (όπως το κόκκινο τηλέφωνο, που συνδέει τις τρεις αδελφές με τη νεκρή μητέρα τους), η συνομιλία με τα μοτίβα του χρόνου και της μνήμης, καθώς και η παρηγορητική ατμόσφαιρα που δεν αποκλείει το συναίσθημα, τη συγκίνηση και την ταύτιση, χαρακτηρίζουν την παράσταση.

Οι ηθοποιοί, άλλοι πιο εσωτερικά και άλλοι πιο έντονα, δίνουν ψυχή στους ήρωες και, μέσω αυτών, στη φωνή του συγγραφέα που αγωνιά –και σαν να μας προειδοποιεί– για τις συνέπειες του σπαταλημένου χρόνου, των ανεκπλήρωτων επιθυμιών, των ασύμπτωτων ερώτων, της νωθρότητας και της αδράνειας. Η Μαρία Σκουλά (Μάσα), η Αμαλία Καβάλη (Όλγα) και η Νάνσυ Σιδέρη (Ιρίνα) πρωτοστατούν σε αυτήν τη δουλειά συνόλου, ο Θανάσης Δήμου είναι σπαρακτικός στο ρόλο του Κουλίγκιν, του (ερωτευμένου) συζύγου της Μάσα που ζει γνωρίζοντας πως η γυναίκα του δεν τον αγαπάει, ο Δημήτρης Δρόσος συναρπαστικός ως αντιπαθής Σολιόνι, ο Αινείας Τσαμάτης αποδίδει εξαίσια τον όλο και περισσότερο "συρρικνωμένο" Αντρέι, ενώ ωραία είναι η ερμηνεία του Γιωργή Τσαμπουράκη στον καθοριστικό ρόλο του γοητευτικού Βερσίνιν.
Περισσότερες πληροφορίες
Τρεις αδελφές
Στη νέα σκηνή του Εθνικού ανεβαίνει το κλασικό έργο για την προσδοκία, τον χρόνο, τη μνήμη και κυρίως την αναζήτηση μιας «Μόσχας» που βρίσκεται πάντοτε εκεί όπου δεν είμαστε εμείς, σε μια παράσταση αφιερωμένη στον άνθρωπο που λαχταρά αλλά δεν μπορεί να γίνει μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Τρεις γυναίκες δεμένες με την πιο στενή συγγένεια, καταδικασμένες να ζουν χωριστά: Η Όλγα θα είναι πάντα η πρωτότοκη, και γι' αυτό θα ζει στο παρελθόν. Η Μάσα θα αναμετριέται με το παρόν, γιατί είναι η μεσαία. Και η Ιρίνα, η μικρή, θα ονειρεύεται το μέλλον. Καθημερινές τελετουργίες συναναστροφής, επέτειοι και γιορτές, φιλοσοφικές συζητήσεις και σχέδια, γεννήσεις και καταστροφές, έρωτες και απορρίψεις, αφίξεις και αναχωρήσεις, και κυρίως ματαιώσεις στα χέρια του Τσέχοφ γίνονται ένα πολύτιμο, συχνά κρυπτικό έργο, που οδηγεί με υποδόριο χιούμορ τους ήρωες και τις ηρωίδες του από την ακραία χαρά στην απόλυτη απελπισία.