
Ο αγαπητικός δεσμός που ενώνει τις γιαγιάδες με τα εγγόνια τους βρίσκεται στον πυρήνα της παράστασης που υπογράφει ο Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος (σε δραματουργία δική του και της Ασπασίας-Μαρίας Αλεξίου), ξεκινώντας εμφανώς από αυτοβιογραφικά βιώματα. Η παράστασή του είναι μια επιστροφή, χωρική αρχικά, στο σπίτι της γιαγιάς που πλέον είναι άδειο, κι έπειτα χρονική, μια βουτιά στο παρελθόν και σε μία θάλασσα συναισθημάτων. Πέντε ηθοποιοί (Παναγιώτης Αργυρόπουλος, Θοδωρής Βράχας, Πύρρος Θεοφανόπουλος, Ιόλη Χαραλαμποπούλου, Εύη Χρόνη) συχνά με ταυτόχρονη αφήγηση, σαν ένας σύγχρονος Χορός, υμνούν και γιορτάζουν τη σχέση με τις γιαγιάδες, τις γυναίκες που στάθηκαν "δυο φορές μαμάδες". Το απλό κείμενο διατρέχεται από χιούμορ και τρυφερότητα καθώς ανιχνεύει αυτόν τον πολύτιμο δεσμό, εμπλουτισμένο και από τις προσωπικές καταθέσεις των ηθοποιών. Παράλληλα, η παράσταση "κοιτάει" τη (νέα) γυναίκα που υπήρξε κάποτε η γιαγιά, τη ζωή και τη διαδρομή της, αγγίζοντας και το πεδίο του θηλυκού βιώματος.

Υπάρχει τρυφερότητα, αγάπη και συναίσθημα στη δουλειά, αν και δεν αποφεύγεται η εντύπωση πως συχνά το συναίσθημα εκβιάζεται. Έπειτα, η δραματουργία αποδεικνύεται σχετικά αδύναμη και ζημιώνει την παράσταση, οδηγώντας τη σε σκηνές διαφορετικών ποιοτήτων και ρυθμών. Στο άτυπο δεύτερο μέρος του έργου, όταν η γιαγιά αποκτάει ρόλο (με τη ζεστή, συγκινητική παρουσία της Ανδριανής Τουντοπούλου), ο ρυθμός επιβραδύνεται χαρακτηριστικά και η σκηνική πυκνότητα χαλαρώνει. Μένουν παρ' όλ' αυτά, το συναίσθημα και οι εικόνες, μαζί με την ωραία σκηνογραφική δουλειά της Θάλειας Μέλισσα, που αν και αποτυπώνει κατά βάση ρεαλιστικά το σπίτι της γιαγιάς έχει και ποιητικές ποιότητες, ενώ πολύ ωραία συμπληρώνουν το σκηνικό και τη συναισθηματική ατμόσφαιρα οι φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα.
Περισσότερες πληροφορίες
Μα Γκραν’μα
Ένα έργο αφιερωμένο στη σχέση των γιαγιάδων με τα εγγόνια τους. Ένα ποιητικό ταξίδι για τις μνήμες του παρελθόντος, την αγάπη, τον αποχωρισμό, όλα όσα μεγαλώνοντας χάνουμε και για το πώς οι αγαπημένοι μας θα ζουν μέσα μας για πάντα, που εκκινεί από την πραγματική σχέση του σκηνοθέτη με τη γιαγιά του, για να δραπετεύσει γρήγορα από τα όρια του προσωπικού και να διαμορφώσει έναν τόπο συλλογικό. Πέντε ηθοποιοί-αφηγητές επιστρέφουν στο σπίτι της γιαγιάς. Άλλοτε λειτουργώντας ως ενιαίο σύνολο, άλλοτε ως πρόσωπα αυτής της οικογένειας, ξετυλίγουν γεγονότα, αφηγήσεις και εξομολογήσεις. Το σπίτι δεν έχει πια την όψη του παρελθόντος. Ένα και μόνο ερέθισμα, ωστόσο, αρκεί, μια αίσθηση μονάχα, κι ο τοίχος που χωρίζει το παρελθόν από το παρόν γκρεμίζεται. Τίποτα πια δεν συγκρατεί τις αναμνήσεις.