
Το έργο του Γιώργου Καπουτζίδη εξελίσσεται σε κάποιο δυστοπικό μέλλον, όπου οι άνθρωποι ζουν σε στοές κάτω από την επιφάνεια της γης. Μόνο κάποιοι παλαιότεροι έχουν μνήμες από την προ πολλού χαμένη ζωή σε αυτή, από τις χαρές της, τις απολαύσεις, τα συναισθήματα. Τώρα, οι άνθρωποι-προϊόντα κλωνοποίησης μαθαίνουν να επιβιώνουν πειθαρχημένα, χωρίς συναισθήματα και ενσυναίσθηση, εργαζόμενοι αδιάκοπα. Κάποιοι αθέατοι εκπρόσωποι της εξουσίας επικοινωνούν μέσω ηχογραφημένων εντολών και καθορίζουν τα πάντα, από την αυτοματοποιημένη καθημερινότητα μέχρι την εύρυθμη διαχείριση του πληθυσμού, που αντιμετωπίζεται με τον τερματισμό της ζωής όσων δεν κρίνονται λειτουργικοί και απαραίτητοι για την κοινότητα. Η ζωή πάνω στη γη έχει καταστεί απαγορευτική λόγω ακραίων κλιματολογικών συνθηκών κι έτσι η έξοδος από τις στοές απαγορεύεται ή περιορίζεται σε μερικά λεπτά της ημέρας.

Σε μια τέτοια κοινότητα διαδραματίζεται η ιστορία των οκτώ ηρώων του έργου, όπου αναπτύσσονται αντίρροπες δυνάμεις μεταξύ όσων έχουν ασπαστεί τη βιαιότητα του συστήματος και την αναπαράγουν πρόθυμα και κάποιων άλλων που επιμένουν να ονειρεύονται μιαν άλλη, καλύτερη πραγματικότητα που δεν έχουν ζήσει. Ο Γιώργος Καπουτζίδης μεταχειρίζεται τη φόρμα του δράματος αυτήν τη φορά και, εμπνεόμενος από ανάλογα έργα της λογοτεχνίας και του σινεμά της επιστημονικής φαντασίας, καταθέτει ένα συγκινητικό κείμενο, το οποίο λειτουργεί και ως προειδοποίηση για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η ανθρωπότητα αν επικρατήσει ο άκρατος ατομισμός.

Ως σκηνοθέτης στήνει επί σκηνής έναν αποπροσωποποιημένο κόσμο, ωραία δοσμένο και στην όψη του (τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη είναι ένα σύνολο από ατομικά κουβούκλια που σχηματίζουν μια κυψέλη, ενώ οι ηθοποιοί ντύνονται από την Κική Γραμματικοπούλου με ομοιόμορφες φόρμες εργασίας), φροντίζοντας να τον διαρρήξει με υπενθυμίσεις για τα πολύτιμα μικρά και μεγάλα δώρα της ζωής. Σε αυτό συντελούν σημαντικά ο ρόλος της μεσήλικης γυναίκας, που μεταφέρει γλυκόπικρες μνήμες από τη ζωή στη γη (από τη γεύση των κερασιών μέχρι το συναίσθημα του πρώτου φιλιού), καθώς και το μοτίβο της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ δύο ενοίκων της κοινότητας, οι οποίοι, βιώνοντας πρωτόγνωρα και απαγορευμένα συναισθήματα, θα διεκδικήσουν την ελευθερία με κάθε τίμημα.

Διαρθρωμένη σε σύντομες σκηνές, η ιστορία χτίζεται κλιμακωτά και κρατάει το ενδιαφέρον, ενώ δίνει επίσης την ευκαιρία στον Καπουτζίδη να ενσωματώσει γενικότερους προβληματισμούς του (πχ για τις έμφυλες ταυτότητες), χωρίς να γίνεται διδακτικός. Από την άλλη, το έργο δεν προχωράει πολύ πέρα απ’ ό,τι δηλώνει από την πρώτη εντύπωση, ενώ η φύση της ιστορίας οδηγεί σε υποκριτικές ερμηνείες δύο ταχυτήτων: κάποιοι ηθοποιοί ερμηνεύουν μονοδιάστατα τους εγκλωβισμένους στη σκληρότητα χαρακτήρες τους (Ανθή Σαββάκη, Απόστολος Ψαρρός, Μανώλης Κλωνάρης), ενώ στον αντίποδα ξεχωρίζουν, χάρη και στη φύση των ρόλων τους, με περισσότερες συναισθηματικές διακυμάνσεις ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, ο Μιχάλης Συριόπουλος, η Ειρήνη Βαλατσού, η Γιούλη Τσαγκαράκη και η Κατιάνα Μπαλανίκα.
Περισσότερες πληροφορίες
42497
Οι ήρωες του νέου θεατρικού του ταλαντούχου δημιουργού ζουν κάτω από την επιφάνεια της γης σε μια δυστοπική κοινωνία όπου κυριαρχεί η συναισθηματική αποξένωση και η αδυναμία αποδοχής και αλληλεγγύης.