Δομνίκη Μητροπούλου©
Αν κάποιος μπορούσε να κρατήσει μόνο ένα πράγμα φεύγοντας από το θέατρο "Τζένη Καρέζη" και την παράσταση "Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας" του Εντουάρ Λουί, αυτό είναι η ελπίδα. Σε αυτή τη λέξη συμπυκνώνεται η συζήτησή μας με τον Αλέξανδρο Σωτηρίου, σκηνοθέτη του έργου που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή – μια βαθιά προσωπική όσο και πολιτική εξομολόγηση για το τι σημαίνει να μεγαλώνεις γυναίκα σε έναν κόσμο που σε εκπαιδεύει να σωπαίνεις. Ο Λουί αφιέρωσε το βιβλίο στους "αγώνες" της μητέρας του, κάτι που για τον Σωτηρίου έγινε αφορμή να δημιουργήσει μια παράσταση που θα γινόταν "αντίο" και "ευχαριστώ" προς τη δική του μητέρα, με την Ελένη Κοκκίδου και τον Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο επί σκηνής.
Από την πρώτη στιγμή που ο Αλέξανδρος Σωτηρίου ήρθε σε επαφή με το λογοτεχνικό έργο του Εντουάρ Λουί, τον γοήτευσε η αμεσότητα της γλώσσας, η απλότητα και ο σύγχρονος προβληματισμός του. Την περίοδο που έπεσε στα χέρια του το συγκεκριμένο βιβλίο, είχε μόλις χάσει τη μητέρα του. Διαβάζοντας την ιστορία της Μονίκ –της μητέρας του Λουί– αναγνώρισε πολλά κοινά με τη δική του μητέρα· όχι ως προς την ατυχία επιλογής συντρόφου, αλλά ως προς τους αγώνες που έδωσε μέσα σε ένα εξίσου σκληρό, οικονομικά και κοινωνικά, περιβάλλον για να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή για τον εαυτό της και τα παιδιά της.

Αυτό που τον συγκλόνισε περισσότερο στη διαδρομή της Μονίκ –αλλά και του γιου της, Εντί– ήταν τα ψυχικά αποθέματα που βρήκαν μέσα τους για να αντισταθούν σε όσα τους επέβαλε το πατριαρχικό σύστημα. "Είπαν το μεγάλο "όχι": δεν θα γίνουν αυτό που η κοινωνία, οι πολιτικοί ή η θρησκεία θέλουν να τους επιβάλουν, αλλά θα παλέψουν για το δικαίωμά τους στην ελεύθερη βούληση. Αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν είναι ήρωες. Είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι αόρατοι που προσπερνάμε χωρίς να τους προσέξουμε, κι όμως αυτοί είναι ο φάρος και το σωσίβιό μας για να συνεχίσουμε κι εμείς τη δική μας πορεία. Να ζήσουμε όπως ακριβώς γουστάρουμε", τονίζει ο Αλέξανδρος Σωτηρίου.
"Ο ρόλος της τέχνης –και όχι μόνο του θεάτρου– είναι να λειτουργεί ως ενθάρρυνση για περισσότερη ειλικρίνεια και συμπόνια".
Σε μια εποχή όπου οι συζητήσεις γύρω από τη βία, τις ταυτότητες και την κοινωνική ανισότητα πρωτοστατούν, το έργο του Εντουάρ Λουί υπερασπίζεται "μια στιγμή τρυφερότητας απέναντι στη σκληρότητα", σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Σωτηρίου. "Η φτώχεια, ο ρατσισμός, η ομοφοβία, ο μισογυνισμός και η μη αποδοχή της διαφορετικής άποψης –είτε θρησκευτικής είτε πολιτικής– έχουν εξαπλωθεί σαν ιός. Οφείλουμε να βρούμε μέσα μας τη δύναμη και τα ψυχικά περιθώρια να δώσουμε χώρο στον άλλον, στον "απέναντι". Αυτό φανερώνει η παράσταση. Μόνο μέσα από την αλληλεγγύη μπορούμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε σε αυτόν τον πλανήτη. Αλλιώς η αυτοκαταστροφή μας είναι αναπόφευκτη".

Η διασκευή και σκηνοθεσία ενός τόσο προσωπικού και βαθιά πολιτικού κειμένου κρύβει αναπόφευκτα δυσκολίες και παγίδες. Ο σκηνοθέτης λειτουργεί πάντα μέσα από εικόνες και από ένα ηχητικό περιβάλλον που χτίζεται σε στενή συνεργασία με τους ηθοποιούς. Από εκεί και πέρα, όλα περνούν στα χέρια του κοινού: "για κάποιους η διαδρομή του συγγραφέα Εντουάρ Λουί θα αγγίξει προσωπικές χορδές, για άλλους μπορεί να μην αφήσει κανένα αποτύπωμα. Αυτή δεν είναι άλλωστε η μαγεία του θεάτρου ως ζωντανός οργανισμός;".

Η συνεργασία του με την Ελένη Κοκκίδου και τον Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο υπήρξε καθαρή ευτυχία. Και οι δύο παρέμειναν ανοιχτοί σε κάθε ιδέα, όσο παράτολμη κι αν ακουγόταν, μεταμορφώνοντάς την και οδηγώντας την στα άκρα. Η επιλογή τους έγινε ενστικτωδώς: η Κοκκίδου, μια ηθοποιός που έχει θαυμάσει ιδιαίτερα ήδη από παλιά –ειδικά στη "Νύχτα της κουκουβάγιας" του Γιώργου Διαλεγμένου, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή που έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη του– φάνταζε ιδανική για τον ρόλο της Μονίκ, "με τη ζεστασιά, την αμεσότητα και την ικανότητα να λειτουργεί σαν χαμαιλέοντας πάνω στη σκηνή και να μεταμορφώνεται πάνω απ’ όλα ψυχικά, με πολύ λιτά μέσα". Ο Γεωργόπουλος, που ερμηνεύει τον Εντί, έχει μια καθαρότητα στο βλέμμα που αφοπλίζει – ένα στοιχείο που ο σκηνοθέτης θεωρούσε αναγκαίο για την παράσταση που ονειρεύτηκε. Καίρια ήταν και η συμβολή της μεταφράστριας Στέλλας Ζουμπουλάκη, που διαμόρφωσε το λεκτικό στίγμα της παράστασης.
Η ιστορία της Μονίκ λειτουργεί και ως "κατηγορώ" απέναντι σε μια κοινωνία που πνίγει τους πιο αδύναμους. Η αδικία, ιδιαίτερα απέναντι στην αθωότητα, τα παιδιά και τα ζώα, είναι για τον Σωτηρίου η βαθύτερη πληγή: "Εκεί ο ισχυρός μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Κι όμως, μέσα σε έναν κόσμο που "φλέγεται", ο ρόλος της τέχνης –και όχι μόνο του θεάτρου– είναι να λειτουργεί ως ενθάρρυνση για περισσότερη ειλικρίνεια και συμπόνια, ως καταφύγιο για όσους παλεύουν μέσα στη λάσπη αλλά εξακολουθούν να κοιτάζουν τα άστρα, όπως έλεγε ο 'Όσκαρ Ουάιλντ".
Περισσότερες πληροφορίες
Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας
Το τολμηρό και βαθιά συγκινητικό σύγχρονο γαλλικό έργο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα είναι το χρονικό μιας γυναίκας που παλεύει να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο που της έμαθε από παιδί να σωπαίνει, μέσα από το οποίο ο Λουί τιμά τη μητέρα του και ταυτόχρονα αποκαλύπτει τα βαθιά κοινωνικά και πολιτικά στρώματα που διαμορφώνουν τις ζωές των γυναικών. Από την καταπιεστική επαρχία μέχρι τη μάχη της καθημερινής επιβίωσης, η διαδρομή της είναι γεμάτη μικρές εξεγέρσεις, σιωπές, θυσίες και αλήθειες που καίνε. Είναι ένα έργο που μιλάει για τα φύλα, τις τάξεις, τη μητρότητα, τη βία και την ελευθερία. Ένα έργο που μας θυμίζει πως ακόμα και σήμερα, το να είσαι γυναίκα δεν είναι αυτονόητο.


