Βλάσσης Θεοδωρίδης©
΄Έργο του 1872, ο "Φιάκας" αφηγείται την ιστορία ενός καταχρεωμένου απατεώνα, που προσδοκά σε γάμο με την εύπορη Ευανθία, προκειμένου να εκμεταλλευτεί την προίκα της και να απαλλαχτεί από τους εξαγριωμένους δανειστές του. Για να καταφέρει να κερδίσει την καρδιά της, υποκρίνεται έναν Βαρόνο που έχει φτάσει ινκόγκνιτο από τη Γερμανία στην Κωνσταντινούπολη, όμως τελικά το σχέδιό του δεν θα ευοδοθεί.
Από τις πιο αγαπητές κωμωδίες της ελληνικής θεατρικής ιστορίας, ο "Φιάκας" δεν προβάλει μόνο ένα πορτρέτο του καταχρεωμένου ΄Έλληνα αλλά και σατιρίζει την κουτοπονηριά, τη μεγαλομανία, την ξενομανία του κατά τις πρώτες δεκαετίες ζωής του πρώτου ανεξάρτητου κράτους. Πρόκειται για μια τυπική κωμωδία ηθών, που δεν κρύβει την ηλικία της, όμως στέκεται με άνεση στη σκηνή μέχρι τις μέρες μας, χάρη στη ζωηράδα της, τους ζωντανούς χαρακτήρες (ειδικά το δίδυμο Φιάκα-Γιάννη κρατάει το νήμα από τον Αριστοφάνη και από τη Νέα Κωμωδία), την -κοφτερή σε σημεία- σάτιρα, τη ρέουσα γλώσσα, η οποία παντρεύει πολύ ωραία το τοπικό ιδίωμα της Κωνσταντινούπολης με τη λόγια γλώσσα του 19ου αιώνα.

Προσφέρεται έτσι για ευφρόσυνες, διασκεδαστικές παραστάσεις, όπως αυτή που σκηνοθετεί ο Πάνος Σκουρολιάκος, καταφεύγοντας σε πληθώρα θεατρικών μέσων. Με παραδοσιακές μελωδίες εκτελεσμένες επί σκηνής (Φώτης Τσορανίδης, Παναγιώτης Σταθόπουλος, Γλαύκος Σμαριανάκης/Βαγγέλης Βοττέας), θέατρο σκιών (από τον καραγκιοζοπαίχτη Κώστα Σπυρόπουλο), σπάσιμο της σύμβασης & επικοινωνία με το κοινό, με έντονους ρυθμούς και τονισμένη κωμικότητα, η παράσταση προσεγγίζει το είδος των ψυχαγωγικών λαϊκών θεαμάτων και ενδείκνυεται ακόμη και για νεότερους, έφηβους θεατές.
Το θέμα του έργου αποδεικνύεται αρκούντως διασκεδαστικό, οι χαρακτήρες του αστείοι και αναγνωρίσιμοι, οι παρεμβάσεις των μουσικών προσθέτουν στην κωμική ατμόσφαιρα, όπως και η διάδραση των ηθοποιών με την πλατεία. Η τελευταία, βέβαια, σε σημεία κυριαρχεί και πλατειάζει, σχεδόν αυτονομείται ως ανεξάρτητο κομμάτι της ιστορίας και εκβιάζει τη συμμετοχή του κοινού, στοιχίζοντας στην οικονομία και στο ρυθμό της παράστασης.

Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχει συνέπεια στην πληθωρικότητα της σκηνοθετικής γραμμής, οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται στον αυθόρμητο, αυτοσχέδιο χαρακτήρα της ζωντανής διάδρασης με το κοινό αλλά και σκιαγραφούν χαρακτηριστικά τους ρόλους τους: η ΄Άννα Ελεφάντη την καλοζωισμένη και εύπιστη Ευανθία, ο Δημήτρης Μυλωνάς τον κουτοπόνηρο Γιάννη, ενώ η Ιλιάδα Λαμπρίδου στο ρόλο της Κοκόνας Φρόσως φέρνει στη σκηνή τη γοητεία μιας άλλης, κομψής και αέρινης, ερμηνευτικής σχολής.
Χωρίς τον Γιώργο Γαλίτη, όμως, θα μιλούσαμε για άλλη παράσταση. Υποδύεται τον Φιάκα απολύτως ιδιοσυγκρασιακά, με μια ερμηνεία που τον τοποθετεί, με έναν τρόπο, στη σπουδαία βρετανική ερμηνευτική παράδοση, τόσο στις slapstick, σωματικές στιγμές του όσο και στις πιο έμμεσες και υπαινικτικές. Η ανταπόκρισή του σε ό,τι συμβαίνει επί σκηνής (αλλά και με την πλατεία) είναι σπάνια, ακόμη και στις στιγμές που δείχνει να καταφεύγει σε υπερβολική χρήση του αδιαμφισβήτητου κωμικού ταλέντου του. Τα σκηνικά του Γιώργου Λιντζέρη αρκούνται στα στοιχειώδη, ενώ τα κοστούμια του ανταποκρίνονται καλύτερα στις απαιτήσεις της ιστορίας.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο Φιάκας
Μια κωμωδία «αστειοτάτη για όλη την οικογένεια» για τον απατεώνα από την Πόλη, εμπλουτισμένη με τραγούδια της εποχής σε ζωντανή εκτέλεση και θέατρο σκιών. Στην Κωνσταντινούπολη του 1870 ο Χαρίλαος Πλουτίδης ή Χαράλαμπος Πεταλούδης ή Φιάκας, ένας απατεώνας καταχρεωμένος και κυνηγημένος από δανειστές κι εμπόρους, υποδύεται τον γόνο πλούσιας οικογένειας για να κερδίσει την Ευανθία και να καρπωθεί την προίκα της. Η Ευανθία συνεπαρμένη από τα μυθιστορήματα της εποχής και γοητευμένη από τους φανταστικούς τίτλους ευγενείας του αγαπημένου της, πέφτει εύκολα στην παγίδα του. Οι ξεκαρδιστικές καταστάσεις κορυφώνονται όταν με τον κίνδυνο ότι η ταυτότητα του Φιάκα θα αποκαλυφθεί, εκείνος υποδύεται έναν Γερμανό Βαρόνο που βρίσκεται “incognito” στην Πόλη!