
Η Σοφία Καραγιάννη φέρνει στο φως το άγνωστο μυθιστόρημα του Νικολάι Γκόγκολ, του δίνει θεατρική μορφή σε δική της ελεύθερη απόδοση και διασκευή και το σκηνοθετεί σε μία παράσταση διακριτή του σκηνοθετικού της ύφους, στηριζόμενη στη θεατρικότητα, το ομαδικό πνεύμα, το λεπτό χιούμορ και το ευδιάκριτο κοινωνικό σχόλιο.
Και σε αυτό το έργο, ο σατιρικός Ρώσος συγγραφέας δίνει μια εικόνα της προεπαναστατικής Ρωσίας του 19ου αι., μέσα από μια αλλόκοτη ιστορία, μια σουρεαλιστική αλληγορία με μαύρο χιούμορ και σκοτεινή ποιητικότητα. Κεντρικός ήρωας είναι ο Τσίτσικοφ, ένας άνδρας που διασχίζει τη ρωσική ενδοχώρα, έχοντας ένα ιδιόμορφο αίτημα: ζητάει να αγοράσει "νεκρές ψυχές", δηλαδή τα ονόματα μουζίκων που έχουν πεθάνει αλλά παραμένουν καταγεγραμμένοι ως ζωντανοί στα κρατικά αρχεία. Οι προθέσεις του δεν είναι αγαθές -αν και έτσι τις προβάλλει, καθώς θα απαλλάξει τους αφέντες τους από τον κεφαλικό φόρο που ακόμη πληρώνουν-, αντιθέτως θέλει να τους αγοράσει προκειμένου να καρπωθεί κρατικό χρήμα, πριν τον προλάβει η επόμενη απογραφή. Ο Τσίτσικοφ θα συναντήσει βολεμένους γραφειοκράτες, ανήθικους κρατικούς λειτουργούς, ξιπασμένους γαιοκτήμονες, ξεπεσμένες αριστοκράτισσες, που αρχικά ξαφνιάζονται κι έπειτα προσπαθούν να επωφεληθούν τα μέγιστα από το αίτημά του.

Σε αυτόν τον κόσμο όπου όλα πωλούνται και αγοράζονται, ακόμη και η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να γίνει αντικείμενο συναλλαγής, μας λέει ο Γκόγκολ, εκθέτοντας μπροστά μας έναν μικρόκοσμο παρακμής και κουτοπονηριάς. Η Σοφία Καραγιάννη, επιμένοντας στη δραματοποίηση της πεζογραφίας (μετά την "Πανούκλα" και το "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς"), στήνει μπροστά μας αυτόν τον κόσμο σαν μια γκροτέσκο και αλληγορική φάρσα, που έρχεται από τον 19ο αι. για να συνομιλήσει και με την εποχή μας.
Οδηγεί την πενταμελή ερμηνευτική ομάδα σε ένα θέατρο ομαδικότητας και σωματικότητας, ποντάροντας στην ουσία της θεατρικής τέχνης. Πάνω σε μια γυμνή σκηνή και δύο μικρές κυκλικές πλατφόρμες (σκηνικά-κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα), ο θίασος ζωντανεύει εικόνες, σκηνές και υπάρξεις από την αχανή ρωσική επικράτεια. Ερμηνεύουν ζωηρά και αποδίδουν τους ήρωες στην κόψη της καρικατούρας, σχολιάζοντας εμμέσως το ήθος τους (βοηθάνε σε αυτό και τα εύστοχα αξεσουάρ των κοστουμιών, όπως και το "νεκρικό" μακιγιάζ από τη Στέλλα Χατζοπούλου). Παράλληλα, την παράσταση διατρέχει ένα υπόγειο σχόλιο, μια τρυφερή χειρονομία προς όλες τις ψυχές που έφυγαν πρόωρα και άδικα και έγιναν αριθμοί, ώστε να μην περιπέσουν στη λήθη.

Η παράσταση κυλάει με χορογραφική σχεδόν ροή (μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη, κίνηση της Μαργαρίτας Τρίκκα), αν και παρά την καλή δραματουργία ο ρυθμός πάσχει σε σημεία, από την αλληλουχία σκηνών και το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της σωματικής ερμηνείας. Πάντως αυτό που υπερτερεί είναι πως, με επίκεντρο τον Ιωσήφ Ιωσηφίδη στο ρόλο του Τσίτσικοφ και τους υπόλοιπους ηθοποιούς (Χρήστος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πασσάς, Γιάννης Μάνθος, Διονύσης Λάνης) να ερμηνεύουν πολλαπλούς ρόλους, στήνεται ενώπιόν μας μία παράσταση φτωχή σε υλικά μέσα αλλά απολύτως μελετημένη στη λεπτομέρεια, απολαυστική και πλούσια σε φαντασία και δουλειά.
Περισσότερες πληροφορίες
Οι νεκρές ψυχές
Για πρώτη φορά μεταφέρεται στο θέατρο το σατιρικό μυθιστόρημα, όπου ένας φιλόδοξος τυχοδιώκτης εξαγοράζει ονόματα δουλοπάροικων που έχουν πεθάνει ώστε στην επόμενη απογραφή να ανέβει κοινωνικά. Ο Πάβελ Ιβάνοβιτς, ένας φιλόδοξος κι αδίστακτος τυχοδιώκτης, πηγαίνει από πόλη σε πόλη, για να εξαγοράσει σε εξευτελιστική τιμή τους δουλοπάροικους που έχουν πεθάνει στη δεκαετία που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο απογραφές, δηλαδή τις νεκρές ψυχές, που οι αφέντες τους εξακολουθούν να πληρώνουν γι’ αυτούς κεφαλικό φόρο. Μέσα από το ανελέητο χιούμορ και την παράλογη συμπεριφορά των γαιοκτημόνων, βγαίνει στην επιφάνεια με τον πιο ανάγλυφο τρόπο η αγωνία του μεγάλου αυτού Ρώσου συγγραφέα να κρατήσει την συνείδηση του λαού του καθαρή και την ψυχή του ζωντανή.