
Ίσως ο Δημήτρης Τάρλοου μέσα από την ιστορία της εκδικητικής μητροκτονίας ήθελε να κάνει ένα σχόλιο για τη διαχρονία των συγκρούσεων που κατασπαράζουν την "ελληνική περίπτωση". Αυτό μαρτυρούν κυρίως το ετοιμόρροπο σπίτι του σκηνικού και τα κοστούμια του Πάρι Μέξη, που διαπερνούν τις εποχές: από την εμφάνιση της Κλυταιμνήστρας που έρχεται από τους μυθολογικούς χρόνους (κρατά μια ασπίδα που απεικονίζει το κεφάλι της Μέδουσας) σε αυτή του Παιδαγωγού με τις αρχαϊκές αναφορές κι έπειτα στα άλλα πρόσωπα που τοποθετούνται στη μεσοπολεμική και (μετ)εμφυλιακή Ελλάδα. Θυμίζοντας πίνακα του Τσαρούχη ή και ταινία του Αγγελόπουλου, ο Ορέστης και ο Πυλάδης είναι ντυμένοι στρατιώτες, ενώ η Ηλέκτρα, φορώντας το παλτό του νεκρού πατέρα της, μοιάζει με την αδερφή κάποιου αντάρτη. Οι γυναίκες του Χορού και η Χρυσόθεμις, από την άλλη, με τα περιποιημένα φορέματά τους, απεικονίζουν χαρακτηριστικά μια αστική Ελλάδα.

Συνολικά, όμως, η σκηνοθεσία αποδείχτηκε πολύ διακριτική απέναντι σε ένα δύσκολο έργο, που επιτρέπει από γραφής δύο αντίθετες αλλά εξίσου "νόμιμες" αναγνώσεις, σχετικά με τη δικαίωση της ηρωίδας: από τη μία, οι φόνοι της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου μπορούν να διαβαστούν ως δίκαιη τιμωρία που αποκαθιστά την τάξη στο παλάτι των Μυκηνών (με κυριότερο επιχείρημα πως το έργο κλείνει θριαμβευτικά, χωρίς την εμφάνιση των Ερινυών), από την άλλη πως με αυτήν τη διπλή δολοφονία ο ζόφος για το γένος των Ατρειδών πολλαπλασιάζεται.

Η παράσταση παρέδωσε με καθαρότητα το κείμενο στο κοινό, εστιάζοντας κυρίως στην Ηλέκτρα, στο πένθος, την οργή και το μίσος της για τους δολοφόνους του πατέρα της, κάτι που αποτυπώθηκε στην ερμηνεία της Λουκίας Μιχαλοπούλου: η σοφόκλεια "Ηλέκτρα" αποτελεί ένα έργο ατελείωτου θρήνου και μανίας μιας ηρωίδας αλύγιστης και αμετανόητης και η ηθοποιός (μετά από κάποιες πρώτες στιγμές άγχους) την ενσάρκωσε με θέρμη και σωματική υπερδιέγερση, σαν αγρίμι και αποσυνάγωγη. Απέναντί της, η Κλυταιμνήστρα της Ιωάννας Παππά υπερασπίστηκε με θέρμη τη δική της θέση (όχι χωρίς κάποιο στόμφο), όμως αδικήθηκε από την γκροτέσκα κινησιολογία, που την καθοδήγησε σε ένα μεταίχμιο μεταξύ ηδονής και οδύνης.

Συνολικά, η υπέρμετρη κινησιολογία (π.χ. του Περικλή Σιούντα-Πυλάδη) και οι αμήχανες χορογραφίες (Μαρκέλλα Μανωλιάδη) αποτέλεσαν μάλλον μια αισθητική παραφωνία. Ο Παιδαγωγός του Γιάννη Αναστασάκη έφερε το λαϊκό και το κωμικό στοιχείο στη σκηνή, ενώ η Γρηγορία Μεθενίτη ως Χρυσόθεμις υπερασπίστηκε ωραία τη φωνή της "κοινής λογικής". Η σύντομη –από γραφής– εμφάνιση του Αίγισθου αποδόθηκε εύστοχα από τον Νικόλα Παπαγιάννη, ενώ ο Αναστάσης Ροϊλός (Ορέστης) είχε ίσως μια αταίριαστη στο ρόλο αυτοπεποίθηση και σιγουριά, όμως η σκηνή της αναγνώρισης των δύο αδελφών ήταν και η κορυφαία της παράστασης. Η μουσική του Φώτη Σιώτα έπαιξε με διαφορετικά ηχοχρώματα, από οξείς ηλεκτρονικούς ήχους μέχρι ηπειρώτικα μοιρολόγια.
Περισσότερες πληροφορίες
Ηλέκτρα
Σε έναν κόσμο βίας και αυταρχισμού, η ερμηνεία της σοφόκλειας Ηλέκτρας εγείρει κρίσιμα ηθικά διλήμματα. Η ηρωίδα παραμένει έξω από το παλάτι, σκεπτόμενη αν αξίζει να γίνει μέρος ενός κόσμου που μισεί. Ο σκηνοθέτης αναρωτιέται αν η βίαιη κάθαρση είναι λύση ή αν η ουσιαστική αντίσταση βρίσκεται στην άρνηση του αίματος. Ο Σοφοκλής δεν προσφέρει απαντήσεις-οι θεοί σιωπούν, η ενοχή αποσιωπάται. Η Ηλέκτρα δεν πράττει, αλλά στέκει μετέωρη, σημάδι της ηθικής αμφιταλάντευσης. Μια σπαρακτική τραγωδία που θέτει το ερώτημα: τι μένει όταν οι τύραννοι εκλείπουν;