
Γραμμένη στα τέλη του 19ου αι., η "Βεγγέρα" ανήκει σε ένα συγγραφέα που μας έδωσε ελάχιστα δείγματα θεατρικής γραφής, κατάφερε όμως να αφήσει το στίγμα του στη διαδρομή του νεοελληνικού θεάτρου. Ο Ηλίας Καπετανάκης έγραψε κωμωδίες ηθών με σατιρικά στοιχεία, που υποδεικνύουν, σατιρίζοντάς τα, συμπτώματα και γνωρίσματα του ελληνικού δημόσιου, ιδιωτικού και πολιτικού βίου, γι’ αυτό και ανεβαίνουν μέχρι τις μέρες μας.
Στο συγκεκριμένο μονόπρακτο παρακολουθούμε την –ευτράπελη τελικά– επίσκεψη του κυρίου και της κυρίας Στενού και του ανιψιού τους Νίκου στην οικογένεια Νερουλού. Καθώς τα πρόσωπα αδυνατούν να συνεννοηθούν στοιχειωδώς, οι κανόνες καλής συμπεριφοράς και αστικής ευγένειας γίνονται κουρελόχαρτο και γρήγορα επικρατεί το χάος. Το ενδεχόμενο συνοικέσιο του Νίκου με κάποια από τις δύο κόρες της οικογένειας Νερουλού τινάζεται στον αέρα και οι μεταξύ τους παρεξηγήσεις συμπαρασύρουν και την επιτηδευμένα καθωσπρέπει συναναστροφή των γονιών τους, οδηγώντας τη βραδιά σε ένα γενικότερο χάος.

Μέσα από αυτή την κωμική συνθήκη, που στηρίζεται ιδιαίτερα στο γλωσσικό ύφος και στις παρεξηγήσεις που δημιουργεί η αντιπαραβολή της καθαρεύουσας με τη δημοτική, ο Καπετανάκης σατιρίζει την αμορφωσιά, την ημιμάθεια, την ξενομανία και το μιμητισμό της νέας αστικής τάξης, ενώ υπό το βάρος της πρόσφατης τότε χρεοκοπίας (και του περίφημου "δυστυχώς επτωχεύσαμεν" του Τρικούπη) βάζει στο κάδρο του και τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος, την εξάρτηση από τις ξένες δυνάμεις κ.λπ.
Η Σοφία Μαραθάκη ανεβάζει το έργο ακολουθώντας μια πρωτότυπη ιδέα: δεν ποντάρει μόνο στην υπερβολή και το γκροτέσκο –στοιχεία που πράγματι χαρακτηρίζουν την παράσταση, από την αισθητική ταυτότητα (σκηνικά: Κωνσταντίνος Ζαμάνης, κοστούμια: Αλεξάνδρα Ντεληθέου) μέχρι τις ερμηνείες–, αλλά υιοθετεί το ύφος μιας κωμικής ιστορίας φαντασμάτων, ως σχόλιο ίσως για τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές που ακόμη μας στοιχειώνουν.

Τα πρόσωπα των δύο οικογενειών μοιάζουν να ξεπηδούν από ταινία τρόμου του βωβού κινηματογράφου, μοιάζουν σαν μια δική μας οικογένεια Άνταμς (καθοριστική η δουλειά του μακιγιάζ της Olga Faleichyk και των κομμώσεων του Κων/νου Κολιούση), ενώ συνολικά το στήσιμο της παράστασης γίνεται πάνω σε μια παρτιτούρα κινήσεων και δράσεων που θυμίζουν βωβό κινηματογράφο (κινησιολογία της Χρυσηίδας Λιατζιβίρη).
Σε αυτό το πλαίσιο οι ηθοποιοί ερμηνεύουν υποδειγματικά, χωρίς μάλιστα να παραβλέπουν τη σημασία, το βάρος που έχει η γλώσσα του έργου, την οποία και προφέρουν με απόλυτη καθαρότητα (Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Γιάννης Κλίνης, Γιώργος Κριθάρας, Οδύσσεια Μπουγά, Κατερίνα Πατσιάνη, Δανάη Σαριδάκη, Γιώργος Σύρμας, Ειρήνη Μπούνταλη, Χρήστος Σταθούσης). Η παράσταση όμως αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα θέματα ρυθμού, ο οποίος εμφανίζεται αποδιοργανωμένος και χαλαρός, με αποτέλεσμα να χάνεται σε αρκετές στιγμές η επαφή του έργου με την πλατεία, κάτι που αδικεί εντέλει την απόφαση της ένταξής του στο σύγχρονο ρεπερτόριο.
Περισσότερες πληροφορίες
Η Βεγγέρα
Η σαρκαστική κωμωδία ηθών του 19ου αιώνα είναι γεμάτη ανατροπές και παρεξηγήσεις με το πρωτόκολλο καλής συμπεριφοράς να πηγαίνει περίπατο και ένα συνοικέσιο να οδηγείται στην καταστροφή. Η οικογένεια Νερουλού δέχεται ξαφνικά την επίσκεψη του κυρίου και της κυρίας Στενού, οι οποίοι συνοδεύονται από τον εργένη ανιψιό τους Νίκο. Εκείνος δράττεται της ευκαιρίας προκειμένου να δει από κοντά τις κόρες της οικογένειας που τόσο θαυμάζει από μακριά στους περιπάτους και τα νυφοπάζαρα, ελπίζοντας ότι μία εξ αυτών θα μπορούσε να είναι η μελλοντική του συμβία. Το έργο που σατιρίζει τον καθωσπρεπισμό, αντλεί έμπνευση από τη συνήθεια των οικογενειών να ανταλλάσσουν επισκέψεις, για να μιλήσει για τη φαιδρότητα του μικροαστικού κόσμου εκείνης αλλά και κάθε εποχής, τη χαμένη τρυφερότητα αλλά και την κρυμμένη βία.