
Η "Μέρα της φούστας", βασισμένη στο σενάριο του Ζαν-Πολ Λίλιενφελντ, φέρνει στη σκηνή ένα σύγχρονο δράμα που ξεδιπλώνει τη σκληρή πραγματικότητα της βίας, του κοινωνικού αποκλεισμού και των έμφυλων διακρίσεων. Αντανακλώντας τις προκλήσεις των πολυπολιτισμικών κοινωνιών της Ευρώπης, κινείται ξεκάθαρα στο πνεύμα του θεάτρου της ωμότητας, όπως το όρισε ο Αντονέν Αρτό. Η σκηνοθεσία της Ζωής Χατζηαντωνίου απορρίπτει κάθε είδους εξωραϊσμό και παρουσιάζει τα γεγονότα με έναν βίαιο ρεαλισμό που σοκάρει το κοινό, όχι μόνο αισθητικά, αλλά και συναισθηματικά. Η Σόνια, καθηγήτρια Λογοτεχνίας σε δημόσιο λύκειο, στοχοποιείται από τους παραβατικούς μαθητές της, παιδιά μεταναστών. Ένα συμβάν κατά τη διάρκεια του μαθήματος οδηγεί σε απρόβλεπτες εξελίξεις. Η Σόνια, ταπεινωμένη, εξουθενωμένη, απογυμνωμένη από κάθε κύρος, έχοντας υποστεί λεκτική και σωματική βία από τους μαθητές της, τους κρατά ομήρους και… τους κάνει μάθημα θεάτρου. Τους αναγκάζει να βιώσουν οι ίδιοι την εμπειρία του φόβου και του εγκλωβισμού. Μέσα από αυτήν τη βίαιη "παράσταση", επιχειρεί να τους κάνει να κατανοήσουν την έννοια του ρόλου, της ταυτότητας, της εξουσίας και της υποταγής. Ωστόσο, η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχό της και οδηγεί σε ένα συγκλονιστικό φινάλε.

Ο τρόπος με τον οποίο εκτυλίσσεται η δράση –η ασφυκτική ατμόσφαιρα, η σταδιακή κορύφωση της έντασης, η ωμή απεικόνιση της βίας– επιβεβαιώνει τη σύνδεση της παράστασης με τις αρχές του Αρτό. Ο θεατής δεν έχει την ασφάλεια της απόστασης, νιώθει εγκλωβισμένος στην κατάσταση, όπως ακριβώς και οι χαρακτήρες. Ήδη από την αρχή, οι μαθητές εμφανίζονται επιθετικοί, χυδαίοι, προκλητικοί, φτύνουν, βρίζουν και εξευτελίζουν τη δασκάλα τους. Αυτή η ακραία στάση καθορίζει τη δυναμική της παράστασης και προδιαγράφει την κλιμάκωση της βίας. Ωστόσο, η διαρκής ένταση φτάνει σε σημείο αισθητικής αναισθητοποίησης. Η υπερβολική συσσώρευση βίας ενισχύει μεν την εμπειρία, αλλά ταυτόχρονα ο θεατής οδηγείται σε ένα είδος μουδιάσματος, προκειμένου να καταφέρει να την αντέξει.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η ερμηνεία της Θεοδώρας Τζήμου είναι συγκλονιστική. Βιώνει ολοκληρωτικά την κατάρρευση της ηρωίδας της, φέρνοντας το κοινό αντιμέτωπο με τη σκληρή πραγματικότητα της ανθρώπινης απόγνωσης. Αναδεικνύει τη Σόνια ως σύμβολο κοινωνικής καταπίεσης, μια γυναίκα που παλεύει να ακουστεί σε έναν κόσμο που την αγνοεί. Η μετάβασή της από τη δασκάλα που προσπαθεί να κρατήσει τον έλεγχο στη γυναίκα που ξεσπά σε μια τελευταία πράξη απελπισίας είναι αφοπλιστική. Το σύνολο των ηθοποιών πλαισιώνει ιδανικά την πρωταγωνίστρια, συμβάλλοντας στην ατμόσφαιρα ρεαλισμού. Οι νεαροί ηθοποιοί (Μαρία Αρζόγλου, Νατάσα Βλυσίδου, Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, Θάνος Κόνιαρης, Στέργιος Μικρούτσικος, Τίτος Πινακάς, Γιάννης Σανιδάς, Πάνος Χατσατριάν) είναι πειστικοί, αποδίδοντας με φυσικότητα τη σύγχυση, το φόβο και τη νεανική προκλητικότητα που πυροδοτεί τα γεγονότα. Η σκηνοθεσία δεν επιτρέπει καμία συναισθηματική εκτόνωση ή κάθαρση. Δεν υπάρχει "λύτρωση" ή ηθικός επίλογος που να προσφέρει παρηγοριά. Όπως στο θέατρο της ωμότητας, έτσι κι εδώ, η εμπειρία είναι βίαιη, σωματική και αποσταθεροποιητική, αφήνοντας το κοινό σοκαρισμένο και γεμάτο ερωτήματα.
Περισσότερες πληροφορίες
Η μέρα της φούστας
Η απόγνωση της Σόνιας, μιας καθηγήτριας λογοτεχνίας σε ένα δημόσιο λύκειο με παραβατικούς μαθητές, οδηγεί το καταιγιστικό έργο που βασίζεται στην ομότιτλη ταινία του Ζαν-Πολ Λίλιενφελντ. Η ηρωίδα στοχοποιείται γιατί δε συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του Διευθυντή να μην φορούν φούστα οι καθηγήτριες και οι μαθήτριες. Ένα τυχαίο συμβάν κάποιο πρωί θέτει σε κίνηση μια σειρά απρόβλεπτων εξελίξεων. Η Σόνια κρατά ομήρους τους μαθητές της τάξης και τους κάνει μάθημα θεάτρου διά της βίας. Η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχό της καταλήγοντας σε ένα μεταδραματικό φινάλε. Το έργο με στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ, επικού θεάτρου και δομή αρχαίου δράματος, εκτυλίσσεται μέσα από μια σειρά κωμικοτραγικών επεισοδίων όπου οι ρόλοι θυτών και θυμάτων εναλλάσονται διαρκώς γεννώντας ερωτήματα που αφορούν τη δύναμη της βίας και τη διαχείριση της ανθρώπινης ελευθερίας.