
Το ανέβασμα του μάλλον άγνωστου και ελάχιστα παιγμένου έργου του Ιταλού κωμωδιογράφου της Αναγέννησης, Κάρλο Γκότσι, πιστώνεται θετικά στον Στάθη Λιβαθινό. Πρόκειται για το έργο που έκανε γνωστό το μύθο της Τουραντό, καθώς από αυτό εμπνεύστηκαν πολλοί δημιουργοί του θεάτρου και της όπερας, με κυριότερο τον Τζάκομο Πουτσίνι. Πρόκειται για ένα παραμυθόδραμα, που διασώζει μάλιστα γραπτώς τη λαϊκή παράδοση της ιταλικής commedia dell arte και προσφέρει μια θαυμάσια ευκαιρία στο σύγχρονο θεατή να πάρει μια ιδέα από αυτό το αυτοσχέδιο είδος θεάτρου, κάθως οι στερεοτυπικοί της χαρακτήρες αποτελούν κάποια από τα πρόσωπα του έργου.

Στο έργο, η Τουραντό, κόρη του Κινέζου αυτοκράτορα Αλτούμ, προκειμένου να αποφύγει το γάμο, θέτει τρεις γρίφους στους επίδοξους γαμπρούς και τιμωρεί με αποκεφαλισμό όποιον αποτυγχάνει να τους λύσει. Όταν φτάνει στο Πεκίνο ο Καλάφ, ένας Καυκάσιος πρίγκιπας διωγμένος από τον Σουλτάνο, θαμπώνεται από την ομορφιά της, λύνει τους τρεις γρίφους, όμως η Τουραντό αρνείται να τον παντρευτεί. Έτσι, έρχεται η σειρά του Καλάφ να της θέσει ένα γρίφο: αν η Τουραντό τον λύσει θα παραμείνει ελεύθερη, αν αποτύχει θα τον παντρευτεί. Στο μεταξύ, η Τουραντό ερωτεύεται τον Καλάφ, όμως η γυναίκα που θεωρεί πιστή της φίλη, η Αντέλμα, κάνει ό,τι μπορεί να σαμποτάρει την επιτυχή έκβαση της ιστορίας, μια που τον έχει ερωτευτεί κι η ίδια. Έτσι, μέχρι να φτάσουμε στο ευτυχισμένο τέλος μεσολαβούν περιπέτειες και δυσκολίες, ενώ ξεδιπλώνεται και μια παράλληλη πλοκή, αυτή του Βαράχ, ενός επίσης Καυκάσιου ευγενή που βρίσκεται διωκόμενος στο Πεκίνο και του έκπτωτου πατέρα του, που τον ψάχνει.

Η παράσταση που υπογράφει ο Στάθης Λιβαθινός αποδίδει τον παραμυθικό χαρακτήρα του έργου, εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που προσφέρει για αυτοσχεδιασμό και επιχειρεί να τονίσει το όποιο ιδεολογικό του πρόσημο, όσον αφορά το θέμα της ελεύθερης βούλησης των γυναικών. Η σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου αρπάζει τον θεατή από το πρώτο του βήμα μέσα στην αίθουσα, καθώς τον υποδέχεται ένα μακάβριο έκθεμα από νεκροκεφαλές -των επίδοξων συζύγων της Τουραντό, που δεν τα κατάφεραν. ΄Έπειτα, πολύ δυνατή εικόνα -και μαζί ένα σχόλιο- αποτελεί η γυάλινη προθήκη όπου βρίσκεται η ηρωίδα, σαν να πρόκειται για έκθεμα ή αιχμάλωτο πλάσμα από άλλο κόσμο, εξωτικό, αξιοπερίεργο.

Η σκηνοθεσία δημιουργεί ανάλαφρη και κωμική ατμόσφαιρα, χάρη στο ελαφρύ στιλιζάρισμα των ερμηνειών, στην ανάλογη μουσική (Μιχάλης Κωτσογιάννης) και στην έμμετρη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, που έχει λεπτό χιούμορ, λεκτικό πλούτο και μουσικότητα. Το παραμυθικό στοιχείο είναι έντονο, αν συνυπολογιστούν οι εξωτικές εμφανίσεις των προσώπων, καθώς εμπνέονται είτε από τους τύπους της Commedia είτε από την παραδοσιακή κινεζική κουλτούρα (τα κοστούμια είναι της Ελένης Μανωλοπούλου) και όλα αυτά τα στοιχεία κάνουν την παράσταση μια ωραία επιλογή και για το εφηβικό κοινό. Στον αντίποδα, υπάρχουν μια ενέργεια που δεν απογειώνεται καθώς και τα προβλήματα του ίδιου του έργου: τόσο η προβληματική δραματική οικονομία του (η υπόθεση περιπλέκεται και εκτείνεται σε τέσσερις πράξεις) όσο και η απλοϊκότητά του, που τελικά στοιχίζουν στην παράσταση.

Οι ηθοποιοί από τη μεριά τους ανταποκρίνονται στις ανάγκες που θέτει το είδος της λαϊκής κωμωδίας, ερμηνεύουν ζωηρά χαρακτήρες που από τη φύση του είδους δεν εξελίσσονται σε βάθος και είναι -λιγότερο ή περισσότερο- τυποποιημένοι (Βασίλης Ανδρέου, Άρης Τρουπάκης, Νίκος Καρδώνης, Βαλέρια Δημητριάδου, Ειρήνη Λαφαζάνη, Μαρία Σαββίδου, Φοίβος Μαρκιανός, Βασίλης Ζαφειρόπουλος). Ανάμεσά τους δεσπόζει με μια αξιοπρόσεκτη ερμηνεία, σαν να ακροβατεί στο χείλος του τραγικού, δημιουργώντας τομή στο σκηνικό σύμπαν, η Πολυξένη Παπακωνσταντίνου στον κεντρικό ρόλο.
Περισσότερες πληροφορίες
Τουραντό – Η γυναίκα που μισούσε τους άντρες
Το έμμετρο ερωτικό παραμύθι, που ενέπνευσε την διάσημη όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι, αφηγείται την ιστορία μιας γοητευτικής, σκληρής γυναίκας που δοκιμάζει τους επίδοξους μελλοντικούς συζύγους της, επιφυλάσσοντας θάνατο σε όποιον αποτυγχάνει. Το έργο γράφτηκε το 1762 και ανήκει στο είδος της fiabe teatrali (θεατρικά παραμύθια), ένα υβρίδιο φαντασίας και commedia dell’arte που εισήγαγε ο ίδιος ο συγγραφέας, μεγάλος ανταγωνιστής του Γκολντόνι. Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από έναν κινέζικο θρύλο. Θα μπορούσε να ειδωθεί ως μια παράδοξη ελεγεία περί θυσίας, ένας σκοτεινός ύμνος στο ανθρώπινο πάθος ή μια αλληγορία για τη γυναικεία χειραφέτηση. Η παράσταση σηματοδοτεί την επέτειο των 25 χρόνων από την ίδρυση της ομάδας του Στάθη Λιβαθινού.