
Ο Μάριο Μπανούσι συνεχίζει το θέατρο της σιωπής, με μια παράσταση αφιερωμένη στη μητρότητα. Όπως στο "Goodbye Lindita" και το "Taverna Miresia", δημιουργεί και πάλι ένα θέατρο συμβολισμών και εικόνων, απ’ όπου ο λόγος απουσιάζει πλήρως. Κι αν στις προηγούμενες ήταν φανερό το ίχνος μιας ιστορίας, με την έννοια της υπόθεσης, μιας στοιχειώδους πλοκής, το "Mami" αποτελεί ένα ακόμη αφαιρετικότερο έργο τέχνης, ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα πολύ κοντινό στο είδος του χοροθεάτρου. Στη σκηνή ξετυλίγεται μια αλληλουχία σκηνών, αλλά και στατικών εικόνων που αναφέρονται στοn μητρικό δεσμό, στη φροντίδα, στην τροφή, στην εγκυμοσύνη, στις ωδίνες του τοκετού, στο πένθος για τη μητρική απώλεια. Η παράσταση θα μπορούσε να ιδωθεί ως η ιστορία μιας γυναίκας, από τη στιγμή που γίνεται μητέρα μέχρι τα βαθιά της γεράματα, όταν οι ρόλοι αλλάζουν, αυτή γίνεται ανήμπορη και ο γιος παίρνει τη θέση του τροφού, όμως περισσότερο διαβάζεται ως η ιστορία της Γυναίκας, με την έννοια ενός αρχέτυπου. Πράγματι, η παράσταση καταφεύγει σε αρχετυπικές εικόνες και συμβολισμούς, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των σωμάτων και την πλαστικότητα, όπως και την εικαστική και τη μουσική έκφραση.

Το αποτέλεσμα είναι ποιητικό, συγκινητικό και σε σημεία έντονα επιδραστικό, κι αυτό επειδή οι υψηλής ομορφιάς εικόνες και σκηνές που πλημμυρίζουν τη σκηνή δεν μένουν σε αισθητικό επίπεδο. Ο νεαρός δημιουργός έχει κατακτήσει τη δική του σκηνική γλώσσα (κι ας είναι φανερές περισσότερο από κάθε προηγούμενη δουλειά του οι επιρροές από τον Δημήτρη Παπαϊωάννου κι ενδεχομένως από τον Ρομέο Καστελούτσι), μια γλώσσα που διακατέχεται από την απλότητα και την αίσθηση μιας ήρεμης δύναμης, όμως είναι ταυτόχρονα πυκνή και μελετημένη. Καθετί που βλέπουμε επί σκηνής έχει λόγο ύπαρξης: το πέτρινο σπιτάκι, ο στύλος με το φως, το χώμα στο δάπεδο, το υγρό στοιχείο, τα λευκά νυφικά/νυχτικά των γυναικών, η γύμνια των σωμάτων συνδιαμορφώνουν ένα περιβάλλον γήινο, χειροπιαστό, εντελώς οικείο και ταυτόχρονα άχρονο, αιώνιο και οικουμενικό (η σκηνογραφία και η ενδυματολογία είναι του Σωτήρη Μελανού, ο σχεδιασμός των φωτισμών του Στέφανου Δρουσιώτη).

Χωρίς τη μουσική και τον ηχητικό σχεδιασμό του Jeph Vanger, η παράσταση δεν θα ήταν η ίδια: τα βαλκανικά ακούσματα και τα πένθιμα εμβατήρια, τα χάλκινα πνευστά, οι ήχοι της νυχτερινής ερημιάς, τα μακρινά γαυγίσματα ενός σκύλου συνιστούν κομμάτι της δραματουργίας, δεν υποκαθιστούν απλώς τον απόντα λόγο, αλλά απευθύνονται στο θυμικό και στο εμπειρικό βίωμα του θεατή. Εξαίσιοι οι ερμηνευτές και οι ερμηνεύτριες, σωματοποιούν αυτό το βουβό αλλά εύγλωττο σκηνικό σύμπαν και βγάζουν εις πέρας μια παράσταση υψηλών σωματικών απαιτήσεων (Παναγιώτα Γιαγλή, Βασιλική Δρίβα, Δημήτρης Λαγός, Αγγελική Στελλάτου, Ευτυχία Στεφάνου, Φώτης Στρατηγός).
Περισσότερες πληροφορίες
Mami
Μια παράσταση-ύμνος για τις γυναίκες που μας μεγάλωσαν, όπου ο δημιουργός με την χαρακτηριστική σκηνική γλώσσα που βρίθει συναισθήματος και τρυφερότητας, αντλεί από προσωπικά βιώματα. Η Κεντρική Σκηνή της Στέγης μετατρέπεται σε ένα τοπίο μνήμης - οικείο και, συνάμα, απόκοσμο. Οι ερμηνευτές, βυθισμένοι στη σιωπή, πλάθουν συμβάντα βαθιάς συγκίνησης και μας παρακινούν να αναγνωρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε τις δικές μας μνήμες, τις δικές μας σχέσεις και τη συναισθηματική κληρονομιά που κουβαλάμε. Ένα οπτικό ποίημα για τη σχέση μητέρας και παιδιού, που λειτουργεί ως αντίδωρο στις γυναίκες που μας έθρεψαν.