
Η νέα κειμενική προσέγγιση της Λητώς Τριανταφυλλίδου και του Πάνου Βλάχου εμπνέεται ελεύθερα από το χαρακτήρα του γνωστού (αντι)ήρωα, τον οποίο επανατοποθετεί σε σύγχρονο πλαίσιο. Ο δικός τους πρωταγωνιστής είναι ένας σημερινός άνδρας, άνεργος καλλιτέχνης που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Δον Ζουάν, τόπος δράσης το σκυλόμπαρο του πατέρα του, ενός τυπικού Έλληνα "παλαιάς κοπής", και αφετηρία της ιστορίας η διάλυση του παρ’ ολίγον γάμου του με την Ελβίρα, καθώς πιάστηκε επ' αυτοφώρω σε σεξουαλικές περιπτύξεις με την αδερφή της.

Ξεκινώντας με το ερώτημα πώς μπορούν να αποτυπωθούν σήμερα ένας κενός άνδρας που συνεχώς εκφεύγει των ευθυνών του αλλά και μια εποχή που στερείται ιδεολογιών, το έργο ανοίγεται σε πλήθος θεμάτων, σατιρίζοντας και αποδομώντας την ελληνική οικογένεια, τους στερεοτυπικούς ρόλους αρσενικού και θηλυκού, τα κλισέ για την κάστα των καλλιτεχνών, τον εκφυλισμό των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, την κούφια προσωπολατρία και την αποθέωση του "τίποτα". Κυρίως όμως επιχειρεί να συνθέσει ένα σύγχρονο αφήγημα για την ανδρική ταυτότητα, για τον έρωτα και τις σχέσεις, για το φεμινισμό και την πατριαρχία, θίγοντας παράλληλα αιτήματα του #metoo, εκθέτοντας την κουλτούρα του βιασμού κ.ά.

Όλα αυτά με τρόπο πληθωρικό και ανοικονόμητο –στοιχεία που χαρακτηρίζουν και τη σκηνοθεσία της Λητώς Τριανταφυλλίδου– χωρίς να αποφεύγονται δραματουργικά κενά ή με ιδέες που δεν είναι πάντα πειστικά δοσμένες (όπως το κομμάτι της νέας θρησκείας που συστήνει ο Δον Ζουάν, συστηματοποιώντας τη λατρεία προς το πρόσωπό του). Παρ' ολ' αυτά, αυτός ο "Δον Ζουάν" αποτελεί ένα δυναμικό, ιδιαίτερης ταυτότητας δείγμα γραφής (δραματουργικής και σκηνικής) και, μέσα στην πληθώρα των αθηναϊκών παραστάσεων, δικαιούται να πει πως ξεχωρίζει. Η παράσταση ενσωματώνει γνώριμα είδη και στιλ, το "κιτσοπουλικό" γκροτέσκο, την αμεσότητα και την τραχύτητα του "ωμού ρεαλισμού", τη μουσικοθεατρική τάση (η εκρηκτική μουσική είναι του Αλέξανδρου Κούρου), ακόμη και το stand up, δεν καταλήγει όμως αντίγραφο αλλά ένα αυθύπαρκτο σκηνικό κομμάτι με δικό του χαρακτήρα.

Η ατμόσφαιρα στη σκηνή είναι στο μεγαλύτερο μέρος της σαρωτική και καθηλωτική και οι ερμηνείες παραπάνω από ικανοποιητικές, παρόλο που οι ηθοποιοί βρίσκονται σε συνεχή φρενίτιδα και ερμηνεύουν με οδηγό την υπερβολή. Εξαιρετικός ο Κώστας Φιλίππογλου, συνθέτει το ρόλο του πατέρα σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, γελοιοποιώντας τα τσιτάτα μιας ολόκληρης γενιάς περί των "αληθινών ανδρών". Στο δοσμένο σκηνοθετικό κλίμα οι υπόλοιποι ερμηνευτές (Παναγιώτης Κατσώλης, Μελίνα Βαμπούλα, Ειρήνη Μπούνταλη, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη), ενώ τα σκηνικά (Δημήτρης Πολυχρονιάδης), τα κοστούμια (Ματίνα Μέγκλα) και τα φώτα (Βαλεντίνα Ταμιωλάκη) δημιουργούν το σωστό περιβάλλον τόσο του τριτοκλασάτου μπαρ όσο και του κιτς τόπου λατρείας του Δον Ζουάν. Όσον αφορά τον Πάνο Βλάχο, είναι ένας χαμαιλεοντικός περφόρμερ, μοιάζει να παίζει αυτοσχεδιάζοντας, όμως δεν ξεφεύγει σπιθαμή από τη λεκτική, σωματική και εκφραστική κατασκευή του ρόλου. Εξαιρετικοί οι στίχοι του, σε σημεία αποτυπώνουν ευστοχότερα από το λόγο τη συγγραφική στόχευση.
Περισσότερες πληροφορίες
Δον Ζουάν
Ανατρεπτική σκηνική προσέγγιση του «βλάσφημου» ήρωα που το όνομά του είναι συνώνυμο με την απόρριψη των παραδοσιακών αξιών και την αναζήτηση της προσωπικής ελευθερίας, που επανεξετάζει τη θέση του σύγχρονου άντρα. Στο έργο, ένας αποτυχημένος καλλιτέχνης, ο Δον Ζουάν, προσπαθώντας να ξεφύγει τις συνέπειες των πράξεων του, καταφεύγει στο μπαρ του πατέρα του. Εκεί, σε εκεί σε μια διαστρεβλωμένη απεικόνιση της κοινωνίας μας, ο Δον Ζουάν ανακαλύπτει ότι το πραγματικό του ταλέντο είναι να κερδίζει ακολούθους. Γοητεύει τους αποπροσανατολισμένους θαμώνες και σχηματίζει μια λατρεία γύρω από την προσωπικότητά του. Καθώς το μπαρ μετατρέπεται σε “Εκκλησία”, χώρος έκφρασης μιας New Age Cult (αίρεση), και οι ακόλουθοι του γίνονται όλο και πιο αφοσιωμένοι, τα όρια μεταξύ πίστης και χειραγώγησης γίνονται θολά. Σε αυτήν την ανανεωμένη εκδοχή του ήρωα, ο Δον Ζουάν γίνεται το απόλυτο σύμβολο της εποχής μας, κατέχοντας δύο κρίσιμα "ταλέντα": την απουσία ιδεολογίας και την αμετροεπή φιλοδοξία. Αποδεσμευμένος από κάθε ηθικό φραγμό, ο Δον Ζουάν επιδίδεται σε ένα εμπόριο ελπίδας, προσφέροντας τον εύκολο δρόμο προς την ευτυχία σε κάθε ακόλουθό του.