
Με το τελευταίο έργο του, ο Μάριους φον Μάγενμπουργκ επιβεβαιώνει πως έχει κατακτήσει το δικό του ύφος, όπου η παραδοξότητα συναντάει το σαρκασμό και το μαύρο χιούμορ την τραγικότητα. Πρωταγωνιστές είναι δύο αδέρφια, η Νίκολα και ο Φίλιπ, και οι σύζυγοί τους, ο Φαμπιάν και η Τζούντιθ, που έχουν συγκεντρωθεί στο πατρικό σπίτι των πρώτων προκειμένου να το αδειάσουν μετά το θάνατο του πατέρα τους. Η ανακάλυψη στην αποθήκη ενός πίνακα με την υπογραφή του Αδόλφου Χίτλερ πυροδοτεί μια σειρά συγκρούσεων σχετικά με την κατάληξή του, ειδικά μετά την επίσκεψη μιας εκτιμήτριας που επιβεβαιώνει την αυθεντικότητα της υπογραφής και κοστολογεί την αξία του σε αρκετές χιλιάδες ευρώ.

Ο Μάγενμπουργκ δεν γράφει την ιστορία μιας οικογενειακής έριδας αλλά μια σαρκαστική αλληγορία, όπου η συγκεκριμένη οικογένεια που τρώει τις σάρκες της αποτελεί μια μικρογραφία της σημερινής (γερμανικής) κοινωνίας, ενώ καθώς περιστρέφει την υπόθεση γύρω από το απεχθέστερο ίσως πρόσωπο του 20ού αι., φέρνει στο τραπέζι μια σειρά ζητημάτων: για τον αειθαλή σπόρο του ναζισμού, το εβραϊκό τραύμα και βίωμα, τον βαθιά ριζωμένο αντισημιτισμό σε ολόκληρη την ιστορία του δυτικού πολιτισμού, για τη μετάβαση της βίας από γενιά σε γενιά, αλλά και από έθνος σε έθνος, για την ενοχή ως προγονική κληρονομιά, μαζί με άλλα ερωτήματα για την ηθική χρεωκοπία του καπιταλισμού, την αποσύνδεση ή όχι του έργου τέχνης από το δημιουργό του κ.ά. Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνοντας πως ο ρεαλισμός δεν είναι το πεδίο του, ο Μάγενμπουργκ εισάγει ποιητικά και συμβολικά στοιχεία, ενώ κλείνει το έργο με μια ανατροπή, που κάνει την ιστορία ακόμη πιο σαρκαστική.

Είναι σημαντικό το γεγονός του πρώτου ελληνικού ανεβάσματος ενός έργου που τροφοδοτεί τη σκέψη και κρατάει το θεατή σε συνεχή εγρήγορση. Συγχωρείται έτσι η στατικότητα και η ρητορικότητα που χαρακτηρίζει σε σημεία την παράσταση του Νικορέστη Χανιωτάκη. Εξάλλου, όσο αυτή εξελίσσεται, αποκαλύπτει το εύρος και το βάθος της συγγραφικής προβληματικής, αναδεικνύει την αιχμηρή ειρωνεία της, ενώ παίρνει τα πάνω της και η ίδια η πλοκή, καθώς ανακύπτουν συνεχώς νέα γεγονότα. Οι ηθοποιοί μεταφέρουν ένθερμα τα ηθικά διλήμματα και τις ιδεολογικές συγκρούσεις των προσώπων, κυρίως η Πέγκυ Τρικαλιώτη στο ρόλο της (Εβραίας) Τζούντιθ. Πολύ καλός ο Γιάννης Στεφόπουλος στον κυνικό ρόλο του συζύγου της, ωραίος ο Σπύρος Σταμούλης στον διπλό ρόλο του Φαμπιάν και του εκκεντρικού υποψήφιου αγοραστή, ακατανόητη όμως μένει η "μηχανική" απόδοση της Νίκολα από την Κάτια Γκουλιώνη, η οποία μάλιστα ξεχωρίζει και ενδυματολογικά, υιοθετώντας ένα αυστηρό "ανδρικό" λουκ (σκηνικά-κοστούμια: Πάρις Μέξης). Καίρια η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη ως εκτιμήτρια έργων τέχνης, κρύβει κάτω από τον αντικειμενικό επαγγελματισμό της μια ανατριχιαστική φιλοχιτλερική στάση, ενώ η ίδια ερμηνεύει και τον σύντομο, αλλά καίριο ως προς την τελική ανατροπή, ρόλο της Λουίζ.
Περισσότερες πληροφορίες
Νάχτλαντ
Για πρώτη φορά παρουσιάζεται στην Ελλάδα η νέα καυστική σάτιρα του συγγραφέα του «Άσχημου» για τις σύγχρονες σχέσεις (ερωτικές, συγγενικές), το χρήμα, την τέχνη, τον φασισμό, την άνοδο της νέας δεξιάς και τις αντιλήψεις που κρύβουμε βαθιά στο υποσυνείδητό μας. Κάπου στην Γερμανία δύο αδέρφια, η Νίκολα και ο Φιλίπ, τσακώνονται καθώς καθαρίζουν το σπίτι του νεκρού πατέρα τους. Μόλις βρίσκουν έναν παλιό πίνακα στη σοφίτα με την υπογραφή του καλλιτέχνη «Α. Χίτλερ», τα πράγματα ζορίζουν. Η Νίκολα θέλει να τον πουλήσει, ο Φιλίπ θέλει να τον κρατήσει κι η σύζυγός του, Τζούντιθ, θέλει να τον κάψει. Η κατάσταση δεν θα αργήσει να βγει εκτός ελέγχου.