
Η Άνι Πρου δημοσίευσε το ομώνυμο διήγημα το 1999, το 2005 μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον Άνγκ Λι, ενώ το 2023 ανέβηκε στο West End η θεατρική διασκευή του, υπογεγραμμένη από τον Άσλεϊ Ρόμπινσον. Αυτή τη θεατρική μεταφορά βλέπουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα σκηνοθετημένη από τον Κωνσταντίνο Ρήγο. Πρόκειται σίγουρα για το πιο γνωστό "γκέι ρομάντζο" της σύγχρονης ποπ κουλτούρας, το οποίο -θεωρώ- πως οφείλει ένα σημαντικό μέρος της δημοφιλίας του όχι μόνο στην ιστορία του καταπιεσμένου έρωτα των δύο ανδρών, αλλά στην "κόντρα" συνθήκη όπου τοποθετείται αυτή η ιστορία: ο Τζακ και ο Ένις γνωρίζονται ένα καλοκαίρι των 60’s καθώς εργάζονται εποχιακά ως γελαδάρηδες (κοινώς, cowboys) στα βουνά του Ουαϊόμινγκ – και αμέσως η στερεοτυπική εικόνα του macho αρσενικού, που καβαλάει ταύρους στα ροντέο, πίνει μπίρες και "ρίχνει" τις γυναίκες καταρρίπτεται. Αυτή την ταυτότητα φέρουν και οι δύο εικοσάχρονοι άνδρες, οι οποίοι, όμως, καθώς θα βρεθούν απομονωμένοι μέσα σε ένα άγριο, μοναχικό τοπίο, θα έρθουν σε επαφή με πλευρές του εαυτού τους που κρατούσαν καλά κλειδωμένες για χρόνια.

Δύο θεωρώ πως ήταν οι βασικές προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει ο Ρήγος: το τυπικά "αμερικανικό" σκηνικό -και δεν εννοώ αυστηρά ως όψη αλλά συνολικά ως πλαίσιο δράσης- και η αμεσότητα της θεατρικής συνθήκης. Τελικά, η παράσταση αντιμετωπίζει και τις δύο στα ίσια και ανταπεξέρχεται με τσαγανό. Με καθοριστικό "βοηθό" της σκηνοθεσίας τα τραγούδια του Νταν Γκιλέσπι Σελς, που δημιουργούν χαρακτηριστική ατμόσφαιρα και ερμηνεύει πολύ ωραία η Δωροθέα Μερκούρη (με τη συνοδεία των μουσικών Κώστα Σιδηροκαστρίτη, Γιάννη Πανηγυράκη και Γιώργο Κωστόπουλο) η δράση τοποθετείται μέσα στο εξαιρετικό σκηνικό του ίδιου του Ρήγου: η άδεια σκηνή ορίζεται στις τρεις διαστάσεις της από τρεις ξύλινους τοίχους/ταμπλό: παραπέμπουν στα μυστικά που μένουν κλειστά σε παιδικά δωμάτια και ντουλάπες, μέσα τους κρύβουν τα απαραίτητα σκηνικά αντικείμενα, ενώ πάνω τους προβάλλονται τα υπέροχα βίντεο του Βασίλη Κεχαγιά που εκτελούν ποικίλες λειτουργίες (σκηνογραφικές, για παράδειγμα, αλλά και συνομιλούν με τις καταστάσεις και τα ψυχικά τοπία των ηρώων).

Όσο για την αμεσότητα της θεατρικής συνθήκης, συνιστά πρόκληση μια που αυτός ο –ομοφυλόφιλος- έρωτας χρειάζεται να αποδοθεί πειστικά και το σανίδι δεν χαρίζεται. Αφενός οι ηθοποιοί είναι ολοκληρωτικά εκτεθειμένοι μπροστά στη ζωντανή παρουσία των θεατών (και των όποιων αντιδράσεών τους), αφετέρου δεν υπάρχουν εφέ ή τρικ προκειμένου να πείσεις για την αλήθεια της ιστορίας και των συναισθημάτων: χρειάζεται μόνο η αλήθεια των πρωταγωνιστών. Σε αυτό το επίπεδο, ο Δημήτρης Καπουράνης και ο Μιχαήλ Ταμπακάκης ρίχνονται με ορμή, πάθος και τόλμη στο εγχείρημα. Ίσως βέβαια με τόση ορμή, ώστε τα πράγματα δείχνουν να προκύπτουν κάπως βιαστικά. Ενδεχομένως και εξαιτίας του έργου, δεν δίνεται ο απαραίτητος χρόνος ώστε να χτιστεί η συνθήκη του υφέρποντος ερωτισμού, των καταπιεσμένων συναισθημάτων που σιγά-σιγά βγαίνουν στην επιφάνεια.

Από εκεί και πέρα, οι δύο ηθοποιοί είναι σωστά μοιρασμένοι από άποψη διανομής, καθώς ο Καπουράνης ερμηνεύει με δυναμισμό τον εξωστρεφή και περισσότερο συνειδητοποιημένο ως προς τον ερωτικό προσανατολισμό του Τζακ, ενώ ο Ταμπακάκης πείθει στο ρόλο του άτολμου, συνεσταλμένου Ένις. Έτσι, αποδίδουν ικανοποιητικά τη δυναμική, ερωτική αλλά και συγκρουσιακή τελικά σχέση τους, μια ιστορία ζωής που κράτησε είκοσι χρόνια, φέρνοντας και τους δύο αντιμέτωπους με επώδυνες προσωπικές επιλογές, φόβους και αδιέξοδα· ειδικά όσο κυλάει η ιστορία μας χαρίζουν πολύ ωραίες σκηνές. Στους περιφερειακούς ρόλους ο Δημήτρης Καπετανάκος, η Κορίνα−Άννα Γκουγκουλή και η Δωροθέα Μερκούρη πλαισιώνουν ικανοποιητικά τη δράση, αποδίδουν όμως τους ρόλους τους σχηματικά και φαίνονται παροπλισμένοι από τη σκηνοθεσία.
Περισσότερες πληροφορίες
Brokeback mountain
Η πρωτόπαικτη θεατρική διασκευή του διηγήματος της Άνι Πρου, που έγινε ευρέως γνωστό από την ομώνυμη ταινία, για την απαγορευμένη αγάπη ανάμεσα σε δύο καουμπόηδες που κράτησε μια ζωή. Οι εικοσάχρονοι Ένις ντελ Μαρ και Τζακ Τουίστ γνωρίζονται μέσα σε ένα γραφείο εύρεσης εργασίας, όταν πιάνουν εποχική δουλειά ως βοσκοί στα άγρια βουνά του Γουαϊόμινγκ. Μέσα στην απομόνωση του τοπίου, στα βοσκοτόπια και τις κορυφές όπου το καλοκαίρι δεν φτάνει ποτέ, τα δυο αγόρια αναπτύσσουν μια βαθιά και απροσδόκητη σύνδεση. Η παράσταση συλλαμβάνει την ωμή και οικεία ουσία της πρωτότυπης ιστορίας, μεταφέροντας ατόφιο το βίωμα των δύο ηρώων μέσα από το πρίσμα των κοινωνικών περιορισμών.