
Με την πρώτη του δουλειά στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος επιχειρεί ένα φιλόδοξο εγχείρημα, τόσο κειμενικά όσο και σκηνοθετικά, που αφηγείται την ιστορία μιας "επιστροφής". Το "Outro", που δεν ανοίγει τυχαία με την παραβολή του Ασώτου Υιού, είναι η ιστορία του Λουκά (εμπνευσμένη από το θεατρικό έργο του Ζαν Λικ Λαγκάρς, "Ακριβώς το τέλος του κόσμου", που απέκτησε και κινηματογραφική εκδοχή), που ύστερα από απουσία πολλών χρόνων στο εξωτερικό επιστρέφει στη γεννέτειρά του, κάπου στην ελληνική επαρχία. Είναι συγγραφέας, εγκατέλειψε το ασφυχτικό περιβάλλον βίαια, απουσιάζει χρόνια, διατηρεί ελάχιστη επαφή με την οικογένειά του και τώρα επιστρέφει για μια συμφιλίωση, για ένα κλείσιμο λογαριασμών, ή καλύτερα για να συστήσει, ουσιαστικά, τον εαυτό του στους οικείους του. Η ιστορία γρήγορα αποκαλύπτει πως αφορά σε έναν ομοφυλόφιλο άνδρα που έφυγε για να ξεφύγει από ένα καταπιεστικό περιβάλλον και το κάνει με νεύρο, αν και δεν ξεφεύγει απόλυτα από τη φλυαρία.

Η αναμέτρηση του ήρωα με κάθε ένα από τα πρόσωπα που άφησε πίσω (τη μητέρα, την αδερφή, τον αδερφό του), οι αμήχανες φλυαρίες και οι παύσεις τους, τα ερωτηματικά, τα παράπονα, ο θυμός, η πικρία γι’ αυτή την μακρόχρονη απουσία, δημιουργούν εστίες σύγκρουσης ή κατανόησης, αποδοχής ή απόρριψης σε ένα κείμενο που οδηγείται σε μια έντονη κλιμάκωση, αφού περάσει από ένα κυκλικό μοτίβο ρήξης, αποσυμφόρης και ξανά ρήξης, αποσυμφόρησης κλπ. Μια πιο αποφασιστική δραματουργική δουλειά προς όφελος της σκηνικής και δραματκής οικονομίας θα ωφελούσε το όλο εγχείρημα, μια που τώρα τα μοτίβα επαναλαβάνονται, ενώ ο συγγραφέας διακατέχεται και από την αγωνία να εκφράσει "φωναχτά" ζητήματα που ούτως ή άλλως γίνονται φανερά με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο.

Το ενδιαφέρον της παράστασης εντοπίζεται κυρίως στη σκηνοθεσία της, στον τρόπο που ο Βασιλακόπουλος μεταχειρίζεται μια ρεαλιστική δραματική ιστορία με έναν λοξό τρόπο. Μια ιστορία που θα μπορούσε να αποδοθεί, για παράδειγμα, με τον ερμηνευτικό δρόμο του ωμού ρεαλισμού -κάτι που κάνει στο φινάλε καταφεύγοντας σε αχρείαστη εξωτερική ένταση και ζημιώνεται- τοποθετείται σε ένα περιβάλλον μικτής κινηματογραφικής και θεατρικής δράσης. Επίσης, συχνά σπάει ο ρεαλισμός στις ερμηνείες και στην κίνηση, που υιοθετούν εξπρεσιονιστικά μοτίβα, ενώ κάποιες λούπες στην εξέλιξη της ιστορίας την βγάζουν από τη στενή πρόσδεση σε μια λογική χρονική αλληλουχία - χάρη σε αυτά τα στοιχεία, αυτή η ελληνική οικογενειακή ιστορία δεν εκπίπτει στην ηθογραφία ή το μελόδραμα. Γίνονται φανερές οι σπουδές του σκηνοθέτη στο εξωτερικό (Ακαδημία Θεάτρου & Χορού του Άμστερνταμ) στον τρόπο που αυτός εισάγει τη ζωντανή κινηματογράφηση (την κάμερα χειρίζεται ο Στέλιος Παπαρδέλας), η οποία αποτελεί ουσιαστικά ένα εργαλείο σκηνοθεσίας, που λειτουργεί ταυτόχρονα και παράλληλα με τις ερμηνείες. Τα ζουμ της κάμερας, οι ήχοι που ακούγονται off stage δημιουργούν ένα επιδραστικό περιβάλλον, ενώ οι θεατές δεν καθίστανται απλώς μάρτυρες αλλά σχεδόν συμμέτοχοι σε ό,τι συμβαίνει επί σκηνής.

Αξιοπρόσεκτη η ιδέα του σκηνικού (Geurt Holdijk-House of Architects), αναπαριστά μία τρισδιάστατη μακέτα του σπιτιού, σε φυσικές διαστάσεις, και συμβάλει ουσιαστικά στην παράσταση, εγκλωβίζοντας τα πρόσωπα μέσα του. Η δυσκολία θέασης που δημιουργεί στους θεατές μπορεί να εκληφθεί και ως δραματουργικό εργαλείο: ως αποτύπωση των μυστικών και των ψεμάτων μέσα σε ένα σπίτι, όπου δεν είναι όλα φανερά κι εδώ έρχεται η λειτουργία τις κάμερας να τα βγάλει στο φως. Υπάρχει και σκηνοθετικά ένας πληθωρισμός, όμως το αποτέλεσμα σίγουρα δεν περνάει απαρατήρητο. Όσον αφορά στις ερμηνείες, ο Γιώργος Καραμίχος και η Γιώτα Φέστα είναι αδιαμφισβήτητα οι κυρίαρχοι της σκηνής: η Γιώτα Φέστα στο ρόλο της μητέρας έχει την εμπειρία να περνάει από διάφορα συναισθηματικά στάδια, ενώ ο Γιώργος Καραμίχος αποτελεί μια ήρεμη αλλά ζωηρή δύναμη, ερμηνεύοντας τον Λουκά. Ο Σταύρος Λιλικάκης, η Ιφιγένεια Βαρελά και η Αμαλία Μπαμπλέκη ερμηνεύουν τα υπόλοιπα πρόσωπα κάπως άνισα, αν και επιτυγχάνουν να μεταδώσουν τις ατμόσφαιρες και τα ζητούμενα της παράστασης. Μικρότερη ένταση στην έκφραση του θυμού που νιώθει ο αδερφός του Λουκά, θα βοηθούσε την ερμηνεία του ηθοποιού να αγγίξει ουσιαστικότερα την πλατεία.
Περισσότερες πληροφορίες
Outro
Βασισμένη στο θεατρικό «Ακριβώς το τέλος του κόσμου» του Ζαν-Λουκ Λαγκάρς που μεταφέρθηκε στο σινεμά το 2016, η παράσταση αφηγείται την επιστροφή ενός συγγραφέα στο πατρικό του σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας μετά από χρόνια. Ο Λουκάς θέλει να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, τις χαμένες ευκαιρίες, να βρει το θάρρος ν’ αντιμετωπίσει τον εαυτό του απέναντι στην οικογένειά του. Να υπερασπιστεί τις επιλογές, τα «θέλω», την ταυτότητά του. Το έργο μιλά για τις οικογενειακές σχέσεις, τη διαφορετικότητα, τις σκληρές και οικείες αλήθειες που γονατίζουν υπό το βάρος της κοινωνικής «αποδοχής».