
Ζόρικο και βραδυφλεγές έργο, με μια βιτριολική κι εξεζητημένη διάθεση αποδόμησης κάθε θετικής έννοιας γύρω από τον άνθρωπο και τους δεσμούς του –και δη τους οικογενειακούς–, με υποδειγματικές ερμηνείες, ψύχραιμη σκηνοθεσία, υψηλού επιπέδου αποτέλεσμα.

«Φρικτή σπορά ο άνθρωπος! Θερίστε τον, αφανίστε τον, καθετί άλλο μάταιο είναι»: να ένα ταιριαστό επιμύθιο γι’ αυτό το έργο, όπου πέντε παραθεριστές θρηνούν την τραγωδία της ύπαρξης. Φορώντας tropical outfits, είναι αραγμένοι στις ξαπλώστρες και στους καναπέδες ενός 57άστερου (!) θέρετρου στο Ακαπούλκο και πίνουν Martini, ακούνε αιθέριους κιθαρωδούς, φλυαρούν και διεκδικούν το δικαίωμα στην οκνηρία. Κάθε φορά όμως που τα κινητά τους κουδουνίζουν κι εκείνοι απαντούν στις κλήσεις των μανιοκαταθλιπτικών και νυμφομανών τέκνων τους ή των άπιστων εραστών τους, η φαινομενική νωχέλεια αντικαθίσταται από τον τρόμο, την υστερία, την υπαρξιακή κρίση, το οδυνηρό πάθος, το σοκ και το αμοκ.
Ναι, τόσο εξεζητημένη είναι η συνθήκη στην οποία τους τοποθετεί ο Δημήτρης Δημητριάδης. Κι όμως πόσο παράξενα οικεία. Είναι και οι πέντε βραχυκυκλωμένοι αστοί, με συγκεχυμένες αρχές και ιδεώδη, «ξεχαρβαλωμένες επιθυμητικές μηχανές» σαν εκείνες που περιγράφουν οι Ντελέζ - Γκουαταρί στον «Αντι-Οιδίποδά» τους, όμηροι ενός μετα-τον-Σαρτρ κολαστηρίου, όπου, «κεκλεισμένων των θυρών», η κόλαση είναι εξίσου οι άλλοι όσο και ο εαυτός τους.
Τη ματαιότητα και μαζί την ποταπότητα της ανθρώπινης ύπαρξης περιγράφει στα έργα του εδώ και δεκαετίες ο Δημητριάδης. Δεν είναι ο μόνος απομαγευμένος. Αν τοποθετήσουμε τον «Θερισμό» (2010) στο ίδιο πάνθεον με τα έργα «Τα χρόνια της αθωότητας» των Nova Melancholia, «Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη και «Μια μέρα όπως κάθε άλλη μέρα σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες της Αθήνας…» της Λένας Κιτσοπούλου, τότε μπορούμε να μιλάμε για μια άτυπη νεοελληνική τετραλογία «θεάτρου του καναπέ ως κολαστηρίου». Προβληματικός στην ανάπτυξη όσο και τη γενεαλογία των ηρώων του –όλοι παρεμφερείς είναι και όλοι σχηματικοί, αντιπαθέστατοι μες στην αφασία τους– και υφολογικά αναποφάσιστος, ο «Θερισμός» δεν παύει να ασκεί μια στρεβλή γοητεία στον θεατή που θα ανεχτεί το βραδυφλεγή ρυθμό, την ηθελημένη φλυαρία και την περιγραφικότητά του μέχρι το διθυραμβικά απεγνωσμένο τέλος.

Εκεί όπου, χάρη στο μητροκτόνο μονόλογο της Άννας Μάσχα και τον ικετευτικό της Μάρως Παπαδοπούλου αλλά και στην ευφυή σκηνοθετική απόφαση να ακουστεί πλέον το κείμενο σαν αγριεμένη ραπ, τα πάντα κλιμακώνονται σε μια μεταμοντέρνα λυρική απόγνωση. Γενικότερα ο Δημήτρης Τάρλοου δίνει την αίσθηση πως σκηνοθέτησε τον «Θερισμό» με μια κυνική ψυχραιμία και μια δηλητηριασμένη μακαριότητα αντίστοιχες με εκείνες που είχε επιστρατεύσει ο Λευτέρης Βογιατζής για ένα εξίσου ζόρικο έργο του Δημητριάδη, τον «Τόκο».
Με τις σκιές στο υπερώο προσδίδει τον απαιτούμενο μεταφυσικό τόνο χωρίς να καταφεύγει σε βαρυσήμαντες ηθικολογίες ή/και εστέτ παραδοξότητες. Καμία εκζήτηση δεν βαραίνει τη σκηνοθεσία του. Μεθοδικός και σίγουρος, εγκαλεί τους ηθοποιούς του σε έναν οριακό ψυχολογικό ρεαλισμό, εξασφαλίζοντας ρεσιτάλ από όλους. εκτός από τις προαναφερθείσες, παίζουν επίσης οι Αλεξία Καλτσίκη, Περικλής Μουστάκης και Νίκος Ψαρράς. Ενδιαφέρον το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, όχι όμως και τα κοστούμια της.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, 2105288170. Διάρκεια: 105΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Θερισμός
Μια παρέα εύπορων παραθεριστών χαλαρώνει ατενίζοντας τη θέα από τον κόλπο του Ακαπούλκο. Κάθε τόσο το κουδούνισμα του κινητού ηχεί σαν παραφωνία στον επίγειο παράδεισο κι ενίοτε τον μετατρέπει σε κόλαση.