Θανάσης Τσόγκας©
Νέα πρεμιέρα στο θέατρο Αγγέλων Βήμα. Το έργο "Μακριά Νύχτα στη Γη του Νοντ" (One Long Night in the Land of Nod) του Duncan Graham, σε σκηνοθεσία Χρυσοβαλάντη Κωστόπουλου, μας μεταφέρει στην αχανή αυστραλιανή ενδοχώρα, στο οίκημα μιας οικογενειακής μονάδας εκτροφής προβάτων. Η ιστορία επικεντρώνεται στη συγκλονιστική συνάντηση δύο αδελφών, του Κέιν ( Χρυσοβαλάντης Κωστόπουλος) και του Άαρον (Κίμωνας Δούσης), δέκα χρόνια μετά την τελευταία τους επαφή, την ώρα που ο πατέρας τους πεθαίνει από λευχαιμία στο διπλανό δωμάτιο.
Ο Κέιν, ο μεγαλύτερος αδελφός, με όλα τα προσόντα και την εύνοια της οικογένειας, σπούδασε, έγινε δικηγόρος και δημιούργησε τη δική του οικογένεια στην πόλη. Παρ’ όλα αυτά, επιστρέφει καταχρεωμένος και με ενοχές, αίσθημα ξένου μέσα στον χώρο που γεννήθηκε. Ο Άαρον, ο μικρότερος, έμεινε πίσω στο χωριό, περιορισμένος από τις δυνατότητες και την εκπαίδευσή του, φορτωμένος με πίκρα και αίσθηση υποχρέωσης να μείνει δεσμώτης της οικογενειακής μονάδας.

Αυτή η "μακριά νύχτα" είναι η στιγμή της αναμέτρησης, της επανεκκίνησης των σχέσεων και της προσπάθειας για συγχώρεση. Τα δύο αδέλφια επιχειρούν να ξανασυστηθούν, αλλά μόνο μέσα από τη σύγκρουση που τους χαρακτηρίζει από μικρά παιδιά. Η παράσταση εξετάζε θέματα οικογενειακής σχέσης, ευθύνης, προσωπικής ενοχής και ανθρώπινης αδυναμίας, αναδεικνύοντας την ένταση ανάμεσα στην ανάγκη για συμφιλίωση και την αδυσώπητη δύναμη του παρελθόντος. Το ανατρεπτικό τέλος αφήνει ερωτήματα: Είναι ποτέ αργά για συγχώρεση και αγάπη; Η σύγκρουση είναι η μόνη κοινή ρίζα που τους ενώνει; Και αν ναι, μπορούν να υπερβούν τον θυμό τους και να βρουν έναν δρόμο για το μέλλον; Μια παράσταση γεμάτη συναισθηματική ένταση και ψυχολογικό βάθος, όπου η αλήθεια των σχέσεων αποκαλύπτεται μέσα από την ανθρώπινη αδυναμία και την ελπίδα.

Σημείωμα σκηνοθέτη
Ο βραβευμένος συγγραφέας Duncan Graham (βραβεία Edinburgh Fringe, Jill Blewett Playwrights, Adelaide Fringe κ.α.), του οποίου τα έργα παρουσιάζονται με μεγάλη επιτυχία σε Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο, γράφει αυτό το έργο το 2009. Τώρα, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ, στο πλαίσιο του φετινού του αφιερώματος στο θέατρο της Αυστραλίας. Ένα θέατρο καθηλωτικό. Γη του Νοντ, σύμφωνα με το εδάφιο 4:16 του Βιβλίου Γένεσης της Εβραϊκής Βίβλου, είναι το μέρος στα Ανατολικά της Εδέμ όπου κατέφυγε ο Κάιν μετά τον φόνο του αδελφού του, Άβελ, όταν ο Θεός "τού γύρισε το πρόσωπο". Σε αυτό το έργο του ο Duncan Graham χρησιμοποιεί αναφορές από την ιστορία των Κάιν και Άβελ στο βιβλίο της Γένεσης, για να προεκτείνει τα όρια του έργου πέρα από τον νατουραλισμό. Η χώρα του Νόντ εδώ είναι ο εσωτερικός τόπος όπου οι ήρωες του έργου του έχουν εξοριστεί, είτε επειδή τόλμησαν να διεκδικήσουν περισσότερα από αυτά που τούς έδωσε ο πατέρας-Θεός (ισχύει για τον Κέιν), είτε επειδή δεν τόλμησαν κι έζησαν σε δυσαρμονία με τον εαυτό τους (ισχύει για τον Άαρον).
Είναι ήρωες τραγικοί και όχι νατουραλιστικοί. Ψάχνουν έναν τόπο-χρόνο όπου θα ενωθούν ξανά με ό,τι τους έκανε να νιώθουν ζωντανοί κι αυτό δεν είναι άλλο από τα παιδικά τους χρόνια. Γι΄αυτό συνεχίζουν να συγκρούονται. Μέσα από τη σύγκρουση, θυμούνται αυτό που υπήρξαν ως παιδιά-αδέρφια. Είναι το μόνο που τούς συνδέει τώρα ως ενήλικες-αδέρφια. Βιώνουν μία εσωτερική μετανάστευση στον χρόνο. Ο Duncan Graham λοιπόν, κατά την σκηνοθετική άποψη, κάνει ακόμα μια σημαντική αλληγορική σύνδεση εκτός από την γνωστή ιστορία των Κάιν και Άβελ. Εκκινεί από την μεταναστευτική ιστορία της Αυστραλίας και τερματίζει σε μία εσωτερική χρονική μετανάστευση των ηρώων του.
Περισσότερες πληροφορίες
Μακριά νύχτα στη Γη του Νοντ
Στην αχανή Αυστραλιανή ενδοχώρα, σε μια οικογενειακή μονάδα εκτροφής προβάτων, δύο αδέλφια, ο Κέιν και ο Άαρον συναντιούνται ξανά δέκα χρόνια μετά, με τον πατέρα τους να πεθαίνει από λευχαιμία στο διπλανό δωμάτιο. Ο μεγαλύτερος, ο Κέιν, με την εύνοια και την στήριξη της οικογένειας, σπούδασε, έγινε δικηγόρος, εγκαταστάθηκε στην μεγάλη πόλη, παντρεύτηκε και απέκτησε έναν γιο. Παρόλα τα προσόντα και τις προσπάθειές του, επιστρέφει απόψε στα πάτρια χώματα οικονομικά κατεστραμμένος αφήνοντας πίσω του μια οικογένεια διαλυμένη από δικό του φταίξιμο. Επιστρέφει με ενοχές φυγά και αίσθηση ανθρώπου που δεν ανήκει πουθενά. Ο μικρότερος, ο Άαρον, που θεωρήθηκε λιγότερων προσόντων και, άρα, όχι άξιος να επενδυθούν σ’ αυτόν χρήματα για σπουδές, παρέμεινε για πάντα στο χωριό, με ανταμοιβή την προοπτική να αποκτήσει την μονάδα, όταν ο πατέρας λείψει. Η απομόνωση μαζί με την περιορισμένη του ευφυΐα τον έχουν κάνει ευερέθιστο και αντικοινωνικό και η αίσθηση της υποχρέωσής του να μείνει δέσμιος στο αγρόκτημα και χωρίς προσωπική ζωή τον έχει γεμίσει πίκρα.

