Καθισμένη στη μαυροβαμμένη αίθουσα του Θεάτρου 104, νιώθω σαν να κρυφοκοιτάζω από την κλειδαρότρυπα το σαλόνι ενός αθηναϊκού σπιτιού. Ξαφνικά ακούγονται γέλια -δυνατά, αμήχανα, σχεδόν επιβεβλημένα. Δύο γυναίκες που για πρώτη φορά έχουν ενώσει τις μοναξιές τους στο μπαρ της γειτονιάς, μπαίνουν στο διαμέρισμα αποφασισμένες να συνεχίσουν τη βραδιά τους, πίνοντας.
Κάτω από το χαμηλό φως και την τηλεόραση που παίζει σιωπηλά στο background, το ποτό γίνεται αφορμή για εξομολογήσεις και μικρές εκρήξεις. Το κέντρο της Αθήνας φλέγεται. Σειρήνες, φωνές· η πόλη σείεται από επεισόδια, μα εδώ μέσα η ένταση έχει άλλο πρόσωπο -πιο σιωπηλό, πιο επικίνδυνο.
Η Ράνια καλεί τη Μαρία να καθίσει απέναντί της, ενώ ο σύζυγός της, ο Γιάννης, ανθυπαστυνόμος στις ειδικές μονάδες καταστολής και αποκατάστασης της τάξης (ΥΑΤ), βρίσκεται στα γεγονότα. Κι όμως, κάτι στην ατμόσφαιρα του σπιτιού σιγοβράζει. Υπάρχει μια αμηχανία σχεδόν απτή, που γεμίζει τον χώρο, μπορείς να την αγγίξεις με τα μάτια. Δεύτερες σκέψεις, βλέμματα που αποφεύγονται, ερωτήματα που μένουν μετέωρα, φράσεις που κόβονται στη μέση· όλα σε κρατούν σε εγρήγορση, σαν να περιμένεις μια έκρηξη ανά πάσα στιγμή.

Η Ράνια παρουσιάζεται ανοιχτή, γεμάτη αυτοπεποίθηση και πίστη σε ό,τι τη στηρίζει -έναν θεό, που όπως λέει, προστατεύει τον Γιάννη κι έναν πνευματικό που αποκαλεί τον σύζυγό της "Άνθρωπο του Θεού". Δεν ανησυχεί όταν εκείνος είναι στα επεισόδια, νιώθει ασφαλής μέσα στη βεβαιότητα της πίστης της. Η Μαρία, αντίθετα, είναι πιο σιωπηλή. Κουβαλά έναν πόνο που δεν χρειάζεται λόγια για να φανερωθεί, διαγράφεται στις παύσεις, στο βλέμμα, στην προσπάθειά της να συγκρατήσει κάτι που την ξεπερνά.
Η πίστη της Ράνιας μοιάζει με φως που την τυφλώνει, με μια άνευ όρων βεβαιότητα που δεν αντέχει να αγγίξει πια. Καθώς τα ποτήρια αδειάζουν και ξαναγεμίζουν, η κουβέντα βαθαίνει. Μυστικά και φόβοι αναδύονται σαν ρωγμές που ανοίγουν σιγά σιγά στο σκοτάδι. Οι δύο γυναίκες κουβαλούν μια διαφορετική εκδοχή της ίδιας απώλειας: η μια έχει χάσει, η άλλη δεν έχει ποτέ αποκτήσει. Και κάπου εκεί, μέσα στο κοινό τους κενό, καθρεφτίζονται.
Και μέσα από αυτή την ένταση των αποκαλύψεων και αντιδράσεων, η παράσταση θέτει τα βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα: τι σημαίνει το να πιστεύεις; Πώς μπορεί κανείς να σταθεί όρθιος απέναντι σε μια απώλεια που μοιάζει αβάσταχτη; Τι εστί άτρωτος; Και σε ποιον ή σε τι μπορείς να εναποθέσεις την πίστη σου όταν η ζωή δοκιμάζει τα όριά σου;

Η ένταση κορυφώνεται με την επιστροφή του Γιάννη. Η πόρτα ανοίγει κι ο αέρας του σπιτιού αλλάζει. Το βλέμμα του σκοτεινιάζει μόλις αντικρίζει τη Μαρία, την άγνωστη γυναίκα που στέκεται στο σαλόνι του, και η αμηχανία μετατρέπεται σε ηλεκτρισμό. Οι λέξεις βγαίνουν κοφτές, σχεδόν επιθετικές· πίσω τους όμως υποβόσκει κάτι βαθύτερο, μια σιωπηλή γνώση. Η Ράνια προσπαθεί να γεφυρώσει την ένταση, μα τα λόγια τους γλιστρούν, δεν βρίσκουν έδαφος. Όταν τελικά οι αλήθειες αποκαλύπτονται, η παράσταση μετατρέπεται σε ένα κλειστοφοβικό παιχνίδι συνειδήσεων. Το προμελετημένο σχέδιο της Μαρίας ξεδιπλώνεται βήμα βήμα, κι αυτό που φαινόταν τυχαία συνάντηση αποκτά νόημα σχεδόν μοιραίο.

Και τότε, ο θεατής καλείται να σταθεί κι εκείνος αντιμέτωπος με τα ίδια ερωτήματα: πού τελειώνει η πίστη και πού αρχίζει η εμμονή; Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος που ζητά εκδίκηση από τον Θεό, επειδή ο Θεός του στέρησε το πιο πολύτιμο; Μέσα στο μικρό διαμέρισμα, ανάμεσα σε τρεις ανθρώπους, ξεδιπλώνεται όλο το φάσμα της ανθρώπινης πίστης και αδυναμίας -το ιερό και το βέβηλο μπλέκονται-, κι η σκηνή γεμίζει με μια σιωπή που μοιάζει προσευχή και κραυγή μαζί.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι σωματικές, σχεδόν βιωματικές· δε χρειάζεται να ξέρεις την ιστορία τους για να νιώσεις τον πόνο τους. Από τα πρώτα λεπτά σε βάζουν μέσα στην ψυχολογία των χαρακτήρων, σε έναν χώρο όπου οι σιωπές λένε περισσότερα απ’ ό,τι οι λέξεις. Η Δήμητρα Σύρου, ως Ράνια, γίνεται οικεία -η φωνή, το βλέμμα, οι μικρές κινήσεις της σε παρασύρουν στην πίστη, στην αυτοπεποίθηση, αλλά και στην αμφιβολία που κρύβει κάθε άνθρωπος. Η Έλενα Τυρέα, ως Μαρία, σε καθηλώνει με την πολυπλοκότητα του πόνου της· κάθε της ανάσα μοιάζει να κουβαλά απώλεια και εσωτερική μάχη. Ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος, στον ρόλο του Γιάννη, αποτυπώνει με ακρίβεια τη σύγκρουση ανάμεσα στην εξουσία, την πίστη και την (υπαινικτική) ενοχή, κάνοντάς μας να ταλαντευόμαστε ανάμεσα στη συμπάθεια και την αμφισβήτηση.

Το έργο του Ανδρέα Κεντζού, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά, δεν αναζητά εντυπωσιασμούς· αναζητά αλήθειες. Η σκηνοθεσία έχει μια λιτότητα που δεν επιβάλλεται -αφήνει τον θεατή να σταθεί αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Το φως πέφτει ακριβώς τη στιγμή που πρέπει, σαν χέρι που αγγίζει απαλά ένα τραύμα. Τίποτα δεν περισσεύει, καμία θεατρική υπερβολή, μόνο η ευθραυστότητα του ανθρώπου που παλεύει με τον Θεό και με τον εαυτό του.
Και αν η απάντηση δεν βρίσκεται στα λόγια, ίσως βρίσκεται στο βλέμμα της Μαρίας τη στιγμή που αποκαλύπτεται η αλήθεια. Εκεί, μέσα στη σιωπή, χωρά όλη η ανθρώπινη ύπαρξη -ο θυμός, η απώλεια, η ανάγκη για δικαιοσύνη, η λαχτάρα για πίστη. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, μόνο άνθρωποι που προσπαθούν να σταθούν όρθιοι απέναντι σε κάτι που τους ξεπερνά.
Γιατί, τελικά, ο Άνθρωπος του Θεού δεν είναι κάποιος άλλος· είμαστε όλοι εμείς. Όσοι, μέσα στην απώλεια και την αμφιβολία, εξακολουθούμε να ψάχνουμε ένα φως. Όχι για να μας σώσει, αλλά για να μας θυμίσει πως δεν είμαστε μόνοι στο σκοτάδι. Ένα έργο για τη στιγμή που το ιερό συναντά το ανθρώπινο, κι εκεί, στην τομή τους, γεννιέται η αμφιβολία. Μια παράσταση που τολμά να ρωτήσει ό,τι εμείς φοβόμαστε να σκεφτούμε. Και ίσως γι’ αυτό πονάει· γιατί μας θυμίζει πως η πίστη -όποια κι αν είναι- δεν είναι δεδομένη. Είναι μια μάχη που δίνεται κάθε μέρα, μέσα μας.