
Με αφορμή την πρεμιέρα της παράστασης "Χορικά ύδατα” στο ειδυλλικαό Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, συνάντησα τη Λίνα Νικολακοπούλου στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου-και από την πρώτη στιγμή ένιωσα ότι συνομιλώ με μια γυναίκα που κουβαλά όχι μόνο βαθιά γνώση και εμπειρία, αλλά και μια σπάνια ικανότητα να φωτίζει τον κόσμο με λέξεις. Ανήκει στους ανθρώπους που δεν αρκούνται να "μιλήσουν", αλλά σου ανοίγουν δρόμους για να δεις αλλιώς το γύρω και το μέσα σου. Από τις διαχρονικές στιχουργικές της διαδρομές, μέχρι την σκηνοθετική της προσέγγιση στην παράσταση αυτή, η Λίνα σε κάνει να θέλεις να μείνεις- να ακούς, να ρωτάς, να συνομιλείς για ώρες.
Η κουβέντα μας κινήθηκε όπως και το έργο της: με πυκνότητα, χιούμορ, ευαισθησία και ουσία. Μιλήσαμε για την Κύπρο-που για εκείνη έχει πια γίνει μια δεύτερη πατρίδα-, για το πώς αλλάζει η ζωή γύρω μας και μέσα μας, για την τέχνη ως αντίδοτο, και για τη σκηνική πρόταση των "Χορικών υδάτων, που καλεί το κοινό όχι μόνο να δει, αλλά να νιώσει. Γιατί αυτή η παράσταση είναι μια εμπειρία με χαρισματικούς ερμηνευτές. Και η Λίνα Νικολακοπούλου, μια ξεχωριστή παρουσία που αξίζει να τη διαβάσεις, να τη δεις και —πάνω απ’ όλα— να την ακούσεις.
Στην Κύπρο έρχεσαι συχνά. Την βλέπεις να αλλάζει με τα χρόνια;
Πριν περίπου 15 χρόνια, μέσα από μια πολιτιστική εκδήλωση που διοργανώσαμε στην Αθήνα, στο Gazarte, γνώρισα μια καθηγήτρια από την Αραδίππου. Αυτή η γνωριμία οδήγησε στην πρώτη μου επίσκεψη στην Κύπρο, καλεσμένη από τον Κυπριακό Ερυθρό Σταυρό, μαζί με την Ιωάννα Καρυστιάνη και τον Τίτο Πατρίκιο, για παρουσιάσεις βιβλίων. Εκτός από τις συναυλίες, άρχισα να έρχομαι και μόνη μου, συνοδεύοντας λογοτέχνες και συμμετέχοντας σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Γνώρισα ανθρώπους από διάφορους χώρους — συγγραφείς, ποιητές, ανθρώπους του βιβλίου. Στη συνέχεια, συμμετείχα στα εγκαίνια του Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης Λάρνακας και στο Φεστιβάλ Βιβλίου Λεμεσού. Η Κύπρος έχει γίνει για μένα μια δεύτερη, πολύ αγαπημένη πατρίδα. Αλλάζει διαρκώς. Όμως, για μένα, η μεγαλύτερη χαρά είναι οι φίλοι μου εδώ — οι σταθερές σχέσεις που χτίστηκαν με τον καιρό. Φέτος, για πρώτη φορά, έμεινα τρεις μήνες στη Λευκωσία και την αγάπησα πολύ. Την περπάτησα, την έζησα. Τις άλλες πόλεις, τη Λάρνακα και τη Λεμεσό, τις γνωρίζω λιγότερο, κυρίως μέσα από εξόδους για φαγητό. Μου φαίνονται πιο "κλειστές" σε σχέση με τη Λευκωσία.

Όταν λες αλλαγή, εννοείς και στο οικονομικό κομμάτι;
Ναι. Ειδικά η Λεμεσός... έχει μετατραπεί σε κάτι που θυμίζει Ντουμπάι. Με το που πλησιάζεις, λες: "είμαι Ντουμπάι". Όλοι το λένε αυτό. Είναι κακοποιημένη. Όχι λόγω της ανάπτυξης γενικά, αλλά εξαιτίας της υπερπυκνότητας. Το πού χτίζονται όλα αυτά τα κτίρια... Νομίζεις πως μπαίνεις σε άλλη χώρα. Αλλά το ίδιο έχει συμβεί και σε άλλες πόλεις - και στο Λονδίνο, ας πούμε. Οι ουρανοξύστες έχουν αλλοιώσει την ταυτότητα. Η αλλαγή στην οικονομία, μέσα από τέτοια έργα, επηρεάζει βαθιά τον τρόπο ζωής. Είναι ένας αόρατος "κατακτητής", που γίνεται ορατός μέσα από την αρχιτεκτονική. Το βλέπει κανείς, αλλά δεν το καταλαβαίνει πάντα. Το χρήμα έρχεται, και ίσως προσωρινά να βελτιώνει τη ζωή, αλλά το τέλος δεν είναι απλό.
Αισθάνεσαι ότι έχει γίνει πιο δύσκολη η ζωή του απλού ανθρώπου;
Πολύ. Όταν περάσουν τα χρόνια και τα λεφτά φύγουν, τα κτίρια μένουν, αλλά οι τιμές θεριεύουν. Ένας κανονικός άνθρωπος δεν μπορεί πια να νοικιάσει σπίτι σε λογική τιμή. Και αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Ένα κυνηγητό λογιστικού κέρδους που γίνεται ερήμην της ανθρώπινης ζωής. Παλιά οι άνθρωποι καμάρωναν που θα αφήσουν ένα σπίτι στα παιδιά τους. Τώρα, το παιδί δεν μπορεί ούτε να το συντηρήσει. Είναι βάρος. Πολλές φορές, είναι τα παιδιά που βοηθούν τους γονείς, όχι το αντίθετο. Ποιος να το 'λεγε...

Οπότε λες ότι το χρέος δεν είναι πια μόνο προσωπικό, αλλά κοινωνικό.
Ακριβώς. Έχει να κάνει με τον τρόπο που αποφασίζουμε να ζούμε, και με τις προτεραιότητες που δίνουμε ως κοινωνίες. Δεν είναι μόνο το χρήμα. Είναι η ποιότητα της ζωής που θέλουμε να προστατεύσουμε. Κι εκεί χρειάζεται συνείδηση.
Πιστεύεις ότι η τέχνη είναι ο τρόπος να ξανασκεφτούμε πανανθρώπινα.
Η τέχνη μας βοηθά να δούμε πέρα από το ατομικό και το τοπικό, να αγγίξουμε κοινές εμπειρίες και να αναστοχαστούμε για το νόημα της ζωής και του κόσμου.
Κάνεις μια φοβερή διαδρομή στην παράσταση "Χορικά ύδατα”. Μιλάμε πολύ για το "πού" πηγαίνουμε, αλλά προσωπικά με εντυπωσίασε και το "πώς" το κάνεις. Υπάρχει χιούμορ, ελαφρότητα, ματαιότητα. Πες μας, λοιπόν, για αυτή τη διαδρομή. Από πού ξεκινάει και πού πηγαίνει;
Είναι μια διαδρομή ταξιδιωτική, με την έννοια ότι είμαστε όλοι σε κίνηση- χωρίς να ξέρουμε απαραίτητα τον προορισμό. Έχουμε καταλάβει πως κάνουμε κάτι, αλλά όχι απαραίτητα πού πάμε. Ειδικά στην Ελλάδα, τα θεμέλια δεν είναι σίγουρα. Ό,τι κρατάει ακόμα όρθιο τον τόπο είναι οι ανθρώπινες σχέσεις-οικογένεια, φιλίες. Εκεί βρίσκουμε σιγουριά, όχι στο κράτος. Σε αντίθεση με τον Βορρά, που διαθέτει υποδομές και συνοχή, εμείς παλεύουμε μόνοι μας να κρατηθούμε.
Μέσα από αυτή την παράσταση, συνομιλείς και με το σήμερα;
Φυσικά. Έχουμε μια ελευθερία φωνής, βλέπουμε τι γίνεται γύρω μας. Αλλά είναι σαν το υπέδαφος να λείπει. Σαν να μην πατάμε κάπου στέρεα. Αυτό το νιώθουν όλες οι γενιές, όχι μόνο οι νέοι.
Και τι προσπαθείς να πετύχεις μέσα από το έργο;
Προσπαθώ να το αρθρώσω. Όχι επιφανειακά, αλλά με ουσία. Να δούμε, με τα εργαλεία που διαθέτουμε —κατανόηση, ψυχολογία— τι αναδύεται. Και να το διασκεδάσουμε κιόλας. Να θυμηθούμε, να γελάσουμε.
Δηλαδή λειτουργεί σαν ένα είδος αντίδοτου;
Σαν τον πόλεμο, που το χιούμορ λειτουργούσε ως μηχανισμός επιβίωσης. Κι εμείς σήμερα πρέπει κάπου να ξεσπάσουμε. Αλλά δεν το κάνουμε - ούτε στον δρόμο, ούτε αλλού. Απλώς αποδεχόμαστε τις απαιτήσεις που συνεχώς αυξάνονται.

Ξεκίνησες την παράσταση με πρόθεση να φέρεις στην επιφάνεια κάποια θέματα; Ποια είναι η δομή και η σκηνοθετική σκέψη πίσω από τα "Χορικά Ύδατα";
Είχα σαφή πρόθεση να φέρω στο φως ορισμένα θέματα, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τα προσεγγίζουμε. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία υπήρχε θάρρος, αυτοκριτική, μια διάθεση στοχασμού δημόσια — ακόμη και απέναντι στην ίδια την κοινωνία. Ο Ευριπίδης, για παράδειγμα, έδωσε φωνή στους ηττημένους. Οι "Τρωάδες" δεν ήταν απλώς τραγωδία, ήταν μια πολιτική παρέμβαση, μια υπενθύμιση του κόστους της κατάκτησης. Αυτή είναι η δύναμη της δημοκρατίας: να τολμάς να αναγνωρίσεις την οδύνη, ακόμη κι όταν προέρχεται από δικές σου πράξεις. Και να τη μοιράζεσαι με μέτρο, χωρίς κακολογία, χωρίς υπερβολή. Η ίδια η δομή της παράστασης βασίζεται σε μια σκηνοθετική λογική που μοιάζει με τη δομή του στίχου: λόγος πυκνός, συμπυκνωμένος, ικανός να αποδώσει πολλά μέσα σε λίγο χρόνο. Αυτή είναι και η δική μου εσωτερική "αρχιτεκτονική", ίσως και λόγω της σχέσης μου με τη στιχουργική. Μέσα από αυτή τη συμπύκνωση προσπαθώ να δηλώσω το όλον — να φωτίσω κάθε σκηνή με νόημα, ουσία, και μια εσωτερική αναγκαιότητα. Το τραγούδι, επίσης, δεν λειτουργεί διακοσμητικά. Είναι σαν να ανοίγει ένα ακόμη παράθυρο — μια νέα θέα. Μέσα σε δύο ώρες, το κοινό έρχεται σε επαφή με ποικιλία ρυθμών, ύφους και συναισθημάτων. Και μέσα σε αυτό, κυρίαρχο παραμένει το ανθρώπινο μέτρο: η αποδοχή του πένθους, της ματαίωσης, του σκοτεινού. Ζούμε σε μια εποχή που δυσκολευόμαστε να αντέξουμε τον πόνο — προσπαθούμε να τον αποφύγουμε. Αλλά χωρίς τη σκιά, δεν υπάρχει φως. Η παράσταση αυτή προσπαθεί να το υπενθυμίσει, με τρόπο βαθύ και πανανθρώπινο. Δίπλα στη λύπη, πάντα υπάρχει και η χαρά. Όλα είναι δίδυμα.

Η παράσταση ξεκινά με τραγωδία. Ήταν σκόπιμο αυτό; Και πώς συνδέεται στη συνέχεια η εμφάνιση του Οιδίποδα μέσα σε αυτή τη δομή;
Φυσικά ήταν σκόπιμο. Αν ξεκινούσα με κωμωδία, θα ήταν δύσκολο να ανοίξει συναισθηματικά το κοινό. Χρειάζεται μια σταδιακή διαδρομή. Πρώτα να αποδεχτείς τον πόνο — αυτό που σήμερα τείνουμε να αποφεύγουμε. Αλλά χωρίς τον πόνο δεν έρχεται το φως. Η ακολουθία ήταν συγκεκριμένη: ξεκινάμε με τον λόγο της Κασσάνδρας, συνεχίζουμε με τον θρήνο της Εκάβης, και ύστερα φτάνουμε στον νικητή που επιστρέφει. Αυτή η πορεία έχει μια εσωτερική λογική και συνοχή. Όσο για τον Οιδίποδα, είναι ένας δύσκολος αλλά εκπαιδευτικός σταθμός. Οι αρχαίοι είχαν το θάρρος να δώσουν επιχειρήματα σε όλους τους ήρωες. Δεν υπήρχε απόλυτο δίκιο ή άδικο. Κι αυτό είναι μεγάλο μάθημα: να μην βιαζόμαστε να αποφασίσουμε ποιος έχει δίκιο. Να ακούμε. Βλέπω το θέατρο σαν έναν τρόπο να ξανασκεφτούμε τα πανανθρώπινα. Ζούμε σε μια εποχή εξαίρεσης - χρειάζονται νέες, ουσιαστικές, αλλά και οικείες ερμηνείες. Το βλέμμα πρέπει να διευρυνθεί. Τα παλιά εργαλεία δεν φτάνουν πια. Και μαζί με αυτά, χρειαζόμαστε χρώμα, φως.
Το θέατρο είναι η πιο φιλολαϊκή τέχνη, τελικά;
Ζυμώνεσαι με τον άλλον. Είσαι δίπλα του. Δεν βλέπεις απλώς μια εικόνα, αλλά μοιράζεσαι χώρο και χρόνο.

Τα τραγούδια στην παράσταση έχουν ιδιαίτερη θέση. Ποιος είναι ο ρόλος τους στη δραματουργία σας;
Τα τραγούδια δεν είναι απλώς μουσικά διαλείμματα. Είναι εσωτερικά ημερολόγια των ηρώων. Μέσα από αυτά ακούγεται καθαρά το αίσθημα- χωρίς να το σκιάζει η δράση ή η πλοκή. Δεν με ενδιαφέρει η φωνητική επίδειξη· με ενδιαφέρει το νόημα. Οι ηθοποιοί δεν τραγουδούν για να εντυπωσιάσουν, αλλά για να μεταδώσουν. Γι’ αυτό κι έχει τόση δύναμη, τόση συγκίνηση. Οι μουσικές είναι πολλές, αλλά όλες καταλήγουν σε ένα ενιαίο ιδίωμα. Ξεκινάμε με τον Γιώργο Κουρουπό στις "Τρωάδες", συνεχίζουμε με τις μελωδίες του Γκόραν Μπρέγκοβιτς στον "Οιδίποδα", του Γιώργου Χριστιανάκη στους "Ιππείς", του Νίκου Κυπουργού στο "Σκλαβί" και του Όσκαρ Στροκ στο "Άγριο μέλι". Η "Λυσιστράτη", ο "Πλούτος", το "Έκτο Πάτωμα" και το "Απόψε αυτοσχεδιάζουμε" έχουν τη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη. Παρόλο που είναι διαφορετικές γραφές, κατορθώσαμε —και κυρίως μέσα από την ενορχήστρωση- να μη χαθεί η ενιαία γλώσσα. Δεν πέρασαν σε ξένες περιοχές. Είναι σαν να κυλά μια μουσική ροή με εσωτερική συγγένεια. Σαν να μιλούν όλα την ίδια ψυχή.
Είχες δημιουργήσει μια φοβερή ομάδα συνεργατών σε αυτήν την παράσταση
Οι συνεργάτες είναι πολύτιμοι. Θυμάμαι όταν συνεργαζόμουν με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου στην Ολυμπιάδα για τέσσερα χρόνια, κάθε μέρα, δεν τσακωθήκατε ούτε μία φορά. Αυτό λέει πολλά για τη σοφία της επιλογής των ανθρώπων. Θαυμάζαμε ο ένας τον άλλον. Ήταν μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού. Και εδώ, χωρίς τη Γεωργία Μεσίτη, δεν θα γνώριζα αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους. Η Γεωργία ήταν ο ξεναγός μου. Μου έλεγε: υπάρχει αυτός, εκείνη, τι θέλεις εσύ; Και μου έφερνε τους κατάλληλους. Ήθελα να συμπεριλάβω όλες τις γενιές. Η ομάδα είναι τρομερή. Οι γυναίκες ήταν η πρώτη μαγιά στην ομάδα. Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης είπε αμέσως "ναι" στην πρόταση. Τον γνώριζα από τις προηγούμενες συνεργασίες μας- στην πρώτη "Λυσιστράτη" και μετά στον "Πλούτο". Τότε ήταν ακόμα νέος, αλλά θυμόταν τα τραγούδια απ’ έξω με μεγάλη ακρίβεια. Μια μεγάλη χαρά για μένα ήταν η συμμετοχή του Χάρη Πισία- ενός ανθρώπου που έχει ζήσει μια άλλη ζωή, τόσο καλλιτεχνικά όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Προέρχεται από μια προηγούμενη γενιά, με έναν διαφορετικό τρόπο νοηματοδότησης των πραγμάτων, με ξεχωριστό ήθος και παρουσία. Ο Χάρης λειτουργεί σαν αφηγητής και είμαι σίγουρη ότι θα μεταδώσει σε όλους το μήνυμα που θέλει να περάσει. Το βλέμμα και η όψη του εκείνη τη στιγμή εκπέμπουν μια γνήσια λαϊκότητα — λέει πράγματα που θέλεις να ακούσεις από έναν λαϊκό άνθρωπο, όχι από έναν διανοούμενο. Ενθουσιάστηκα επίσης όταν η Αννίτα Σαντοριναίου δέχτηκε να συμμετάσχει. Και μετά ακολούθησαν η Στέλα Φυρογένη, η Νιώβη Χαραλάμπους, η Μαρία Τσιάκκα, ο Χρήστος Γκρόζος και ο Λουκάς Προκοπίου. Έχουν ήθος, μνήμη, φωτιά. Και την ένταση να εκφράσουν κάτι ουσιαστικό.

Το σκηνικό της παράστασης μοιάζει με έναν μικρό, ζωντανό οικισμό — σαν ένα σημείο συνάντησης, όπου το ανθρώπινο ίχνος είναι παντού παρόν. Βάλατε χώμα, όχι ξύλο. Ένα υλικό αρχέγονο, γεμάτο μνήμη και δυνατότητα. Τι αφηγείται τελικά αυτός ο χώρος; Τι θέλατε να γεννηθεί μέσα του;
Το σκηνικό είναι πράγματι σαν ένας μικρός οικισμός. Ένα σημείο συνάντησης εν τη γενέσει. Μπορεί να είναι άδειο και σιωπηλό, και μέσα σε λίγο να γεμίσει φωνές και παρουσία. Κι όταν φεύγεις, σου μένει η αίσθηση πως είδες το παιδικό ίχνος — όπως όταν τα παιδιά στήνουν μια γειτονιά με τουβλάκια. Έτσι κι εδώ: τουβλάκι-τουβλάκι, άνθρωπος-άνθρωπος. Δεν θελήσαμε ξύλο. Επιλέξαμε το χώμα. Γιατί το χώμα είναι η επαφή με τη γη. Είναι μνήμη και υπόσχεση ζωής ταυτόχρονα. Το σκηνικό αφηγείται την περιπέτεια του ανθρώπου πάνω στη γη — το ίχνος του, την ανάγκη του να στεγαστεί, να συνυπάρξει. Σε κάθε εποχή, ο άνθρωπος άφηνε ένα κενό στο κέντρο: μια πλατεία, έναν χώρο κοινό, όπου διασταυρώνονται οι δρόμοι. Ο καθένας έχει το δωμάτιό του, αλλά υπάρχουν κι εκείνα τα σημεία που μας ενώνουν όλους. Και σε αυτά τα σημεία αναδύεται το υπαρξιακό. Ο εσωτερικός αγώνας με το αντίνομο μέσα μας. Δεν θέλουμε να κοιτάξουμε τα σκοτάδια μας — αλλά ή τα νικάς ή σε καταπίνουν. Και αν το κουβαλάς αυτό μέσα σου, οφείλεις να πας ως την κάθαρση. Αλλιώς δεν κοιμάται. Είναι κάτι βαθύ. Κάτι υπαρξιακό. Κι αυτό ακριβώς κουβαλάει το χώμα. Είμαστε πήλινα ανθρωπάκια μέσα σε ένα πήλινο σπιτάκι. Σε έναν χώρο που μοιάζει να μην ανήκει πουθενά- ένα "no land". Αλλά εκεί, σε αυτό το φαινομενικά άτοπο μέρος, γεννιέται η συνάντηση. Από το κενό, αναδύεται η κοινότητα. Κι όταν αποχωρείς, νιώθεις ξανά το παιδικό ίχνος. Το παιχνίδι που μοιάζει με ζωή. Τουβλάκι-τουβλάκι, σαν μια γειτονιά που χτίζεται κάθε φορά απ’ την αρχή.

Κι αν έπρεπε να κρατήσεις μόνο μία σκέψη από όλα όσα έζησες και δημιούργησες… ποια θα ήταν;
Ένας νομπελίστας είπε: "Από όσα έζησα στη ζωή, μπορώ να τα πω με τρεις λέξεις: η ζωή συνεχίζεται." Και είναι αρκετό αυτό. Δεν χρειάζεται πάντα να ερμηνεύουμε ή να καταλαβαίνουμε τα πάντα. Αρκεί να συνεχίζουμε. Να παραμένουμε παρόντες. Στο βλέμμα, στην πράξη, στον ήχο. Στην ίδια τη ροή. Γιατί, στο τέλος, αυτό είναι η τέχνη. Ένα συνεχίζεται.
Προπώληση εισιτηρίων: more.com
Δείτε όλες τις παραστάσεις στον οδηγό θεάτρου του "α".
Περισσότερες πληροφορίες
Χορικά ύδατα
Μια σκηνική τελετουργία λόγου, μουσικής και κίνησης, με την υπογραφή της σημαντικής Ελληνίδας ποιήτριας και στιχουργού, που περιλαμβάνει μεγάλες επιτυχίες της βγαλμένες μέσα από παραστάσεις όπως «Λυσιστράτη» (1986), «Τρωάδες», «Πλούτος», «Το έκτο πάτωμα», «Το σκλαβί» κ.ά. Μια πολύχρωμη παλέτα με στιγμές κωμωδίας και δράματος που εστιάζει στα μεγάλα και διαχρονικά θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο και ορίζουν τη φύση, τη μοίρα και τα έργα του, μέσα από γνωστά και άγνωστα τραγούδια που έχουν μια θεατρική ιστορία να πουν.